Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Τα Κακαβάκια



Μπροστά πήγαιναν οι επίστρατοι ντόπιοι ΤΕΑτζήδες. Δυο δεκαοχτάχρονα, λιπόσαρκα, κακοντυμένα παλληκαράκια, μαθημένα στις κακουχίες και καλοί γνώστες της περιοχής. Ο λοχαγός ακολουθούσε πέντε βήματα πίσω, ίσα να μην τους χάνει στο βαθύ σκοτάδι. Δεν τους είχε εμπιστοσύνη, το είχε πει στον ταγματάρχη αλλά εκείνος επέμεινε να τους πάρουν μαζί τους και μάλιστα οπλισμένους. Εκείνος που έδειχνε μικρότερος, ο πιο γλυκομίλητος από τους δύο, κοντοστάθηκε για λίγο, γύρισε στο λοχαγό, στηρίχτηκε στο Τόμσον του και είπε:

-        Εγώ λέω να μείνουμε εδώ κυρ Λοχαγέ μέχρι να ξημερώσει. Τ’ ακούς το ποτάμι;

..........

Είχαν περάσει την προηγούμενη νύχτα στο Νεοχώρι. Όλο το πρωινό, ο λοχαγός πότε μιλούσε στον ασύρματο, πότε ρέμβαζε αφήνοντας το βλέμμα του να πλανηθεί στο μεγάλο οροπέδιο και παραπέρα, στον κάμπο της Καρδίτσας και τα βουνά πίσω από αυτόν. Ήθελε πια τρεις ώρες να πέσει το πρώτο σκοτάδι όταν έδωσε εντολή να μαζέψουν τα πράγματά τους και να ξεκινήσουν. 

Πήραν το δρόμο προς τη Νεβρόπολη κινούμενοι νότια, νοτιοανατολικά.  Είχε σημαδέψει - όσο οι άλλοι νόμιζαν ότι ρέμβαζε -  πότε το ανάγλυφο και το δάσος θα τους έδινε αρκετή κάλυψη από όποιον παρακολουθούσε τις κινήσεις τους. Μόλις έφτασαν σ' εκείνο το σημείο, διέταξε τους άνδρες του να στρίψουν δεξιά. Κινήθηκαν παράλληλα με το οροπέδιο, ανάμεσα στα δέντρα μέχρι το Καρτσιώτικο το ρέμα. Οι ΤΕΑτζήδες βρήκαν το ευκολότερο πέρασμα στο φουσκωμένο ποτάμι, μια μικρή πέτρινη γέφυρα χωρίς παραπέτα που την πέρασαν εφ’ ενός ζυγού κι ύστερα έστριψαν πάλι νότια. Είχαν στόχο να διασχίσουν το μονοπάτι στο φρύδι της δεξιάς όχθης του Μέγδοβα, ακριβώς πάνω από το σημείο που το ποτάμι εγκαταλείπει το οροπέδιο, τρυπώνει σε ένα στενό πέρασμα, ούτε τρεις πήχες φαρδύ, και ψάχνει ορμητικά διέξοδο προς ηπιότερο ανάγλυφο. Κακαβάκια το έλεγαν το πέρασμα οι ντόπιοι. Από εκεί, θα ακολουθούσαν τις ράχες ως τη Σάικα, όπου είχαν πληροφορίες ότι κρυβόταν μια ομάδα εκατό περίπου ανταρτών.

Το άκουγε το ποτάμι, ήταν αδύνατο να του ξεφύγει. «είναι σαν να έχουν δέσει με αλυσίδες εκατό κακάβια και να βροντάνε καθώς το νερό τα κοπανάει στις πέτρες, γι' αυτό το λένε Κακαβάκια» του είχαν πει και αυτό που άκουγε δικαίωνε πλήρως το όνομα.

...........

-        Τράβα το δρόμο σου Μήτσο, θα σου πω εγώ πότε θα σταματήσουμε, απάντησε.

Ο τρομαχτικός θόρυβος του μεγάλου όγκου νερού που περνούσε μέσα από το στενό βραχώδες άνοιγμα δεν άφηνε περιθώρια να λαθέψουν στο δρόμο. Είχε πιάσει να βρέχει όταν οι νεαροί επίστρατοι έφτασαν στο πέρασμα, με τον λοχαγό να τους ακολουθεί και πίσω να έπεται όλη η διλοχία. Πάνω κι απέναντί, υψώνονταν κατάμαυρα και απειλητικά τα βουνά, αστραπές έσκιζαν το σκοτάδι για δευτερόλεπτα και τις ακολουθούσαν τρομερές βροντές που δύσκολα σκέπαζαν τον ορυμαγδό του νερού.

Με τα νύχια κρατιόνταν σε ρίζες και πέτρες, κρεμασμένοι πάνω από το γκρεμό. Ψαχουλεύοντας με τα πόδια έβρισκαν το επόμενο πάτημα στο στενό μονοπάτι και κάθε αστραπή ήταν θεόσταλτη για να φωτίζει το πέρασμα τους ενώ πέντε μέτρα από κάτω τους, το ποτάμι λυσσομανούσε σαν η κόλαση η ίδια να είχε αμολήσει τα σκυλιά της που αλυχτούσαν πεινασμένα για ανθρώπινες ζωές. Ξέπνοοι βρέθηκαν μισή και παραπάνω ώρα αργότερα σε ένα σημείο που το μονοπάτι φάρδαινε. Ούτε κατάλαβαν πως πέρασαν· μετρήθηκαν σιωπηλά, όλοι παρόντες, όλα καλά. Περπάτησαν μισή ώρα ακόμη, βρήκαν ένα μεγάλο άνοιγμα, κι έκατσαν. Φωτιά ή τσιγάρο ούτε διανοήθηκαν να ανάψουν. Μια φωτιά θα πρόδινε τη θέση τους κι αυτό σήμαινε θάνατο. Το ίδιο και οι φωνές ή η φασαρία.  

Ο λοχαγός πέρασε δίπλα από τους ΤΕΑτζήδες και τους ακούμπησε ελαφρά στον ώμο, ένα σιωπηλό «ευχαριστώ», κι ύστερα πήγαν απόμερα με τον ασυρματιστή. Δεν είχαν προλάβει καλά – καλά να μαζέψουν την ανάσα τους που έβγαινε κοφτή από τα πνευμόνια όταν ήρθε διαταγή από τον ταγματάρχη να γυρίσουν πίσω και να περιμένουν εντολές στο Αλωνάκι. Ίσως χρειαζόταν να κινηθούν γρήγορα προς τη Νιάλα, στην αντίθετη κατεύθυνση. Ο λοχαγός μάταια προσπάθησε να πείσει τον ταγματάρχη να τους αφήσει να περιμένουν στη θέση τους μέχρι το πρωί.

Ξαναμπήκαν στο στενό μονοπάτι πάνω από το γκρεμό, μπροστά τα λιανοπαίδια πίσω ο λοχαγός και πιο πίσω η διλοχία, με τη βροχή να πέφτει πλέον κανονικά και τον απειλητικό θόρυβο του χείμαρρου να έχει δυναμώσει. Μόνο οι αστραπές είχαν κοπάσει και αυτό έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα. Ετούτο το πήγαινε – έλα πάνω από το ανοιχτό στόμα του διαβόλου, ήταν ότι τρομακτικότερο είχε ακούσει και είχε βιώσει ο λοχαγός στα τριάντα του, και είχε βιώσει απίστευτη βιαιότητα πέντε χρόνια στον αδελφοκτόνο αυτό πόλεμο. Χρειάστηκε να συρθούν, να γλιστρήσουν, να γαντζωθούν από το τίποτα για σχεδόν μισή ώρα πριν συγκεντρωθούν και μετρηθούν ξανά μέσα στο σκοτάδι και τη βροχή.

Έμειναν ξέπνοοι, κάτω από τα έλατα, προσπαθώντας να καλυφθούν όπως-όπως, χωρίς αποτέλεσμα. Μπορούσες να ακούσεις τις μασέλες τους να κροταλίζουν και τα γόνατά τους να χτυπούν από το κρύο. Ο λοχαγός διέταξε «σιγή» δυο φορές χωρίς αποτέλεσμα· δεν ξαναμίλησε. Κάποια στιγμή, λίγο πριν το ξημέρωμα, η βροχή σταμάτησε αλλά το κρύο δυνάμωσε.

Με το πρώτο φως, έκανε μια βόλτα ανάμεσα στα παιδιά του. Ταλαιπωρημένα, τρομοκρατημένα, ξεπαγιασμένα, στεκόταν το ένα κολλημένο στο άλλο και τον κοιτούσαν όλο αγωνία. Κάποιοι ξυπνούσαν από έναν ταραγμένο ύπνο, άλλοι δεν είχαν καταφέρει να κοιμηθούν, τρίτοι προσπαθούσαν να πνίξουν το βήχα που ανέβαινε στο λαιμό τους. 

Στις οχτώ επικοινώνησε με το αρχηγείο.

«Κινηθείτε νότια, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο» ήταν η εντολή που έφτασε μέσα από το ακουστικό.

Φώναξε τους ΤΕΑτζήδες, μπήκαν μπροστά οι τρεις τους, δίπλα - δίπλα τώρα πια, και ξαναπήραν το δρόμο προς τα Κακαβάκια. Τουλάχιστον τώρα έβλεπαν.

Έβλεπαν, κι αυτό που είδαν ήταν ο χειρότερος εφιάλτης τους. Κανείς σώφρων άνθρωπος δεν θα τολμούσε να περπατήσει σε αυτό το στενό, κατεστραμμένο σε μεριές μονοπάτι, πάνω από τον μανιασμένο Μέγδοβα που κοπανιόταν πέντε μέτρα χαμηλότερα. Μόνο αν δεν έβλεπε. Μόνο με άγνοια κινδύνου. Τρεις φορές δοκίμασαν, τρεις φορές έκαναν πίσω τρομοκρατημένοι. Κάποιοι φαντάροι έκαναν εμετό από το φόβο τους ή στην ανάμνηση ότι πέρασαν αυτό το μονοπάτι δυο φορές χθες βράδυ κι ήταν ακόμα ζωντανοί. Κάποιοι δοκίμασαν αλλά πισωπατούσαν τρομαγμένοι, άλλοι καν δεν μπήκαν στο μονοπάτι, στο τέλος εγκατέλειψαν.


- Υπάρχει άλλος δρόμος; Ρώτησε ο λοχαγός τους ΤΕΑτζήδες.

Χρειάστηκε να σκαρφαλώσουν στην απότομη πλαγιά, ανάμεσα στα έλατα μέχρι να βρουν το μονοπάτι δίπλα στο βράχο που δεσπόζει τρακόσια μέτρα πάνω από το στενό φαράγγι και ύστερα να κατεβούν ξανά την ίδια απόσταση από την άλλη πλευρά.

Βράδιαζε όταν εξουθενωμένοι έφτασαν κάτω, βρήκαν ένα ήσυχο λιβάδι κι έπεσαν να κοιμηθούν. Το πρωί ξεκίνησαν για τα καλύβια πάνω από τη Σάικα. Μέρα έφτασαν κι από μακριά είδαν καπνό να βγαίνει από μια καλύβα. 
  
Δεν ήταν εκατό οι αντάρτες, μάλλον σκόρπισαν οι περισσότεροι. Είχαν μείνει δυο ταλαίπωροι, κουρασμένοι, πεινασμένοι, άοπλοι, με τα γένια ως το στήθος και τα μάτια γεμάτα φόβο. Ούτε κατάλαβαν πότε εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες επί τόπου. Ούτε δίκες, ούτε απολογίες, ούτε υπεράσπιση. Σκληρές εποχές, σκληρές αποφάσεις, σκληροί άνθρωποι. 

--------------------------

Δέκα χρόνια μετά, το 1959, στα Κακαβάκια θα στηνόταν το μεγαλύτερο φράγμα έτοιμου σκυροδέματος στην Ελλάδα και το οροπέδιο της Νεβρόπολης θα έδινε τη θέση του στη λίμνη του Μέγδοβα, τη λίμνη Πλαστήρα. 

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

Τίποτα


Η ατμόσφαιρα ήταν κρυστάλλινα διαυγής. Φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι που κατέβαζε ανεπαίσθητα τη θερμοκρασία από το ιδανικό, πράγμα συνηθισμένο και για την εποχή και για το μέρος. Ο ήλιος βρισκόταν κάπου πίσω και αριστερά μου, έχοντας διανύσει το ένα τρίτο της πορείας του στον ουρανό μιας άνοιξης που πλησίαζε στο τέλος της ή ενός καλοκαιριού που είχε ήδη ξεκινήσει - ποιος αλήθεια νοιάζεται; Μπροστά μου απλωνόταν η βαθιά χαράδρα του ποταμού στην οποία τώρα πια κελάρυζε ένα μικρό ρυάκι, καθώς ο κύριος όγκος του νερού είχε φυλακιστεί στο μεγάλο οροπέδιο, σχηματίζοντας την ομορφότερη ορεινή τεχνητή λίμνη που έχω δει ποτέ μου. Ίσως να μην είμαι αντικειμενικός γιατί βρίσκομαι στον τόπο μου, στη δική μου μικρή πατρίδα. Στεκόμουν όρθιος, πάνω στην κουπαστή του τοιχίου που περικλείει το δρόμο ο οποίος στεφανώνει το ψηλό φράγμα, με τα χέρια πεσμένα στο πλάι, σε μια στάση ολικής παραίτησης και ακλόνητης αποφασιστικότητας ταυτόχρονα. Κοίταξα κάτω, χαϊδεύοντας με τα μάτια μου το χάος ανάμεσα στις μύτες των παπουτσιών μου, πράγμα εξαιρετικά τολμηρό για κάποιον που πάσχει μια ολόκληρη ζωή από υψοφοβία. Δεν ξέρω, άραγε διαλέγουν όλοι τόπους οικείους να τελειώσουν τη ζωή τους;
Τι σημασία έχει αλήθεια ο φόβος για κάποιον που είναι αποφασισμένος να πεθάνει; Ο φόβος είναι ανεξάρτητος, αυτόβουλος, παντοδύναμος, είναι αρρώστια που απλώνεται, επεκτείνει την κυριαρχία του και επιβεβαιώνει την κατοχή και τον έλεγχό του με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία· το έχω διαπιστώσει πολλές φορές τους τελευταίους έξι μήνες που πέρασαν από τη Νύχτα Που Άρχισαν Και Τελείωσαν Όλα. Ο φόβος τρέφεται με τη ζωή και την αποσυνθέτει ταυτόχρονα. Την κατατρώει για να μεγαλώσει κι ύστερα εγκαταλείπει το δοχείο της αναζητώντας καινούργιο ξενιστή. Το δικό μου δοχείο ήταν έτοιμο να διανύσει τα σχεδόν ενενήντα μέτρα που χωρίζουν την κουπαστή με το ρυάκι που ρέει εκεί κάτω, ανάμεσα σε παγωμένα και κοφτερά βράχια.
~~~~~~~~
Ήταν μια επιτυχημένη χρονιά και ήμουν, δικαίως, ιδιαίτερα ικανοποιημένος γι’ αυτό. Δυο χρόνια πριν, τρεις άνθρωποι σε ένα ισόγειο γραφείο σε κάποιο σκοτεινό δρομάκι της πρωτεύουσαςξεκινούσαμε μια πορεία σε ένα δύσκολο και αφιλόξενο επιχειρηματικά και οικονομικά περιβάλλον, και να που σήμερα, ύστερα από μερικά καλά συμβόλαια, πολλή δουλειά, επιμονή και υπομονή, είμαστε εδώ, έχοντας στα πόδια μας, κάτω από την μεγάλη τζαμαρία που αγκαλιάζει τα γραφεία, την κεντρική πλατεία της πόλης γιορτινά φωταγωγημένη και σφύζουσα από ζωή, λόγω της ημέρας. Χαμογελούσα από ευτυχία - γιατί να το κρύψω; - κοιτάζοντας τα 28 άτομα του προσωπικού και των συνεργατών με τους συνοδούς και τις οικογένειές τους να μετρούν ανάποδα με γέλια και ενθουσιασμό, όσο το μεγάλο ρολόι χτυπούσε τα δευτερόλεπτα για την αλλαγή του χρόνου. Σκεφτόμουν ότι μας περίμενε μια καλύτερη, πολύ καλύτερη χρονιά, όλα συνηγορούσαν υπέρ τούτου. 
- Έξι, πέντε, ακουγόταν από τη μεγάλη σάλα ενώ στεκόμουν στο διάδρομο, μπροστά στον πίνακα με το χέρι στο κεντρικό διακόπτη για το παραδοσιακό σβήσιμο και άναμμα των φώτων, τον απόλυτο συμβολισμό της αναγέννησης.
- … τρία, δύο, ένα, μέτρησα την ανάσα ανάμεσα στο ένα και στην αλλαγή του χρόνου, έκλεισα τα μάτια και φανταζόμουν τον δείκτη να διανύει την απόσταση του ενός εκατοστού από το 59 στο 00 και κατέβασα τον κεντρικό διακόπτη.
Το «κλίκ» του πλαστικού καθώς απομάκρυνε τη μια από την άλλη τις επαφές, διακόπτοντας τη ροή των ηλεκτρονίων, ακούστηκε σαν μέσα από ένα ακουστικό καλειδοσκόπιο. Στα κλάσματα του δευτερολέπτου, μέχρι να επαναφέρω στη θέση του τον μικρό μοχλό, άκουσα και αισθάνθηκα μια έρπουσα και διάχυτη αναταραχή, ένα θόρυβο από γυαλιά που σπάνε κι ένιωσα μια περίεργη ζάλη, ένα βουητό στ’ αυτιά μου και μια πίεση στη βάση του κρανίου μου που απλώθηκε σαν αστραπή από εκεί ως το εμπρόσθιο τμήμα του εγκεφάλου μου, πίσω ακριβώς από τα μάτια, προκαλώντας μου έναν οξύ πόνο που ήρθε κι έφυγε το ίδιο απότομα και που άφησε πίσω του ένα σφίξιμο στα χαρακτηριστικά του προσώπου. Άνοιξα τα μάτια μου.
Τίποτα. Τα έκλεισα και τα άνοιξα ξανά. Τίποτα. Το μυαλό αργεί να κατανοήσει το ακατανόητο. Αργεί να αποδεχτεί το μη αποδεκτό, το πέρα από το συνηθισμένο, το ακραία παράλογο. Το τίποτα είναι μια μη αποδεκτή πραγματικότητα. Το τίποτα δεν πρέπει να είναι άρα δεν είναι, φωνάζει το μυαλό αλλά τα μάτια επιμένουν σε αυτό που βλέπουν: τ ί π ο τ α. Η βίαιη σύγκρουση ανάμεσα στη λογική και την πραγματικότητα των αισθήσεων επανέφερε τον έντονο πόνο στο εμπρόσθιο μετωπιαίο τμήμα του εγκεφάλου μαζί με ένα κύμα αρχέγονου καθαρού, ογκούμενου  φόβου.
Το δωμάτιο ήταν το ίδιο όπως μερικά δευτερόλεπτα πριν: τα γραφεία γεμάτα χαρτιά, μερικά τραπέζια ενωμένα μπροστά στη τζαμαρία, στρωμένα με λευκά τραπεζομάντιλα και γεμάτα φαγητά και ποτά, παντού ποτήρια, άδεια, γεμάτα ή πεσμένα στο πάτωμα δίπλα σε πιάτα και πολύχρωμα χάρτινα καπέλα, ένα κινητό με την οθόνη φωτισμένη, η μεγάλη οθόνη της τηλεόρασης να δείχνει το δέντρο της πλατείας από κάτω. Μόνο που κανείς δεν είναι εδώ. Κανείς! Έτρεξα στο διάδρομο του κτιρίου των γραφείων, κανείς. Οι ανελκυστήρες ήταν ακίνητοι στον όροφό μας. Και οι δύο· επέστρεψα στα γραφεία μας. Τίποτα. Πήγα ως τη τζαμαρία. Η πλατεία ήταν φωτισμένη, η μεγάλη σκηνή - της οποίας έβλεπα την πλάτη - λουσμένη από προβολείς κι ανάμεσα τίποτα. Ο φόβος ανέβαινε σαν κύμα τεράστιο και με κατάπινε ταχύτατα, η ανάσα μου κοβόταν, τα πνευμόνια μου έκαιγαν, τα μάτια μου πλημμύριζαν με σιωπηλά δάκρυα καθώς κατέβαινα κατρακυλώντας τους έξι ορόφους ως το επίπεδο του εδάφους και ορμούσα στο δρόμο.
Αυτοκίνητα εγκαταλειμμένα με τα φώτα αναμμένα, μπλεγμένα σε κουβάρια, σταματημένα το ένα στο άλλο ή στα ρείθρα των πεζοδρομίων, σε κολώνες, τοίχους, περίπτερα, βιτρίνες, κι ανάμεσα τίποτα. Συναγερμοί ηχούσαν από άκρη σε άκρη της πόλης, όσο μπορούσε να συλλέξει η ακοή μου, φώτα έσχιζαν το σκοτάδι με αλλόκοτες ριπές και παντού, σαν ένα σεντόνι παραλογισμού, ένα ατέλειωτο τίποτα σαν το βαρύτερο καπάκι στον πλέον αποκρουστικό τάφο: ένας κόσμο χωρίς ανθρώπους. Κανείς δεν ήταν πουθενά. Μόνο το Τίποτα.
Γύρισα τρέχοντας στο γραφείο, ανέβηκα - δεν ξέρω πως - ως τον έκτο με τα πόδια ελπίζοντας ότι θα μπω στο γραφείο και όλα θα έχουν επιστρέψει στο κανονικό, μαγικά, όπως ακριβώς εξαφανίστηκε η κανονικότητα από τη ζωή μου. Μάταια. Ανέπνεα σαν φορτωμένο φορτηγό σε ανηφόρα, ο ιδρώτας έριχνε παγωμένα ποτάμια στη σπονδυλική μου στήλη, το κεφάλι μου βούιζε, η καρδιά μου χτυπούσε ακανόνιστα, νόμιζα ότι έχω τρελαθεί, βυθιζόμουν στο βασίλειο του παραλόγου, της παράκρουσης. Έπεσα κάτω με την πλάτη στον τοίχο, δεν μπορούσα να αναπνεύσω, πέθαινα.
Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε προσπαθώντας να ελέγξω τη δίνη που με κατάπινε με μικρές αναπνοές και αγώνα να μη σκέφτομαι. Θυμάμαι μόνο ένα τηλέφωνο στο χέρι μου κι εγω να καλώ κάποιον, οποιονδήποτε, όλους, δικό μου ή γνωστό ή άγνωστο, κοντινό ή μη. Μάταια. Μερικά τηλέφωνα χτυπούσαν κάπου γύρω μου, σε άλλα άκουγα τον τόνο κλήσης μέσα από το ηχείο του κινητού μου, τρίτα ήταν νεκρά αλλά κανείς δεν απαντούσε, πουθενά.
Κάποια στιγμή, σύρθηκα ως το δρόμο, έφτασα ως τον υπαίθριο χώρο στάθμευσης όπου νοικιάζαμε με το μήνα τρεις θέσεις, πήρα το αυτοκίνητό μου και πήγα ως το σπίτι μου. Απίστευτη ερημιά παντού, μια απόκοσμη ησυχία και ούτε ίχνος ανθρώπου πουθενά. Τα κανάλια της τηλεόρασης δεν έδειχναν τίποτα, κάποιοι ραδιοφωνικοί σταθμοί έπαιζαν τραγούδια από αυτόματες playlists αποθηκευμένες σε σκληρούς δίσκους, οι δρόμοι ήταν άδειοι και τα πάντα ακίνητα.
Τις επόμενες πολλές μέρες είχα καταφέρει να διανύσω χιλιόμετρα, αλλάζοντας αυτοκίνητα ή γεμίζοντας με καύσιμα στα διάσπαρτα βενζινάδικα. Το πρώτο χρονικό διάστημα ένιωθα άσχημα, σαν κλέφτης κι άφηνα παντού επαγγελματικές μου κάρτες με ευγενικές σημειώσεις «αναγκάστηκα να βάλω βενζίνη αξίας 50 ευρώ γιατί δεν βρήκα κανέναν να με εξυπηρετήσει. Παρακαλώ καλέστε με».  Ίσως από ανάγκη να διατηρήσω μια κανονικότητα, κάτι σαν άγκυρα με τη λογική κόντρα στο δυνατό ρεύμα προς το παράλογο. Ήταν η ίδια ανάγκη, η βαθιά ριζωμένη συνήθεια της νομιμότητας που δεν μου επέτρεπε να σπάσω πόρτα για να μπω σε μαγαζί, ακόμα κι αν έπρεπε να φάω. Τουλάχιστον τις πρώτες μέρες, μέχρι το ξέσπασμά μου που στην αρχή ήταν παιδιάστικα βίαιο: έμπαινα με το αυτοκίνητο μέσα από τις τζαμαρίες της βιτρίνας κι αφού έπαιρνα ότι ήθελα, έφευγα ουρλιάζοντας, βρίζοντας, γελώντας. Ήταν ο καιρός που χόρεψα με την τρέλα.  Σε κάποια στιγμή μετά τη Νύχτα Που Άρχισαν Και Τελείωσαν Όλα, το ηλεκτρικό ρεύμα σταμάτησε, το ίδιο και τα τηλέφωνα και κάθε γέμισμα στο ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου που χρησιμοποιούσα, γινόταν με μετάγγιση από ρεζερβουάρ άλλων.
Χρειάστηκε ένας μήνας για να συνειδητοποιήσω ότι το τίποτα δεν συμπεριλάμβανε μόνο τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα και λίγες επιπλέον ημέρες για να προσθέσω στο τίποτα και τα έντομα. Για τα φυτά, έπρεπε να περάσει τρίμηνο για να ανακαλύψω ότι κανένα δέντρο δεν άνθισε, κανένα φυλλοβόλο δεν έβγαλε καινούργια φύλλα και στα αειθαλή άρχισαν να γίνονται φανερά τα σημάδια του θανάτου. Η άνοιξη δεν ήρθε ποτέ, μόνο η μέρα μεγάλωνε και η θερμοκρασία ανέβαινε. Ποιο το νόημα αλήθεια να συνεχίσει κανείς να κινείται σε έναν κόσμο ανατριχιαστικά σιωπηλό, παντελώς άψυχο, πρακτικά ανόρανο αν και επιστημονικά οργανικό;
Δεν θυμάμαι πότε άρχισα να γράφω και να μιλάω δυνατά. Μάλλον πρώτα να μιλάω μόνος μου και δυνατά κι ύστερα να γράφω. Το σωστό είναι άρχισα να συζητάω με πολλούς φίλους μου, και να διαφωνώ και να μαλώνω και να φωνάζω, να βρίζω. Στην αρχή θυμόμουν τα ονόματά τους, μετά τα ξέχασα και τους έλεγα όλους «ρε» ή «μαλάκα» ή «ρε μαλάκα». Τον χειρότερο από όλους, έναν αντιρρησία που ποτέ δεν συμφωνούσε μαζί μου και πάντα μου πήγαινε κόντρα και με αποκαλούσε τρελό και δειλό, τον αποκαλούσα «αρχίδι» γιατί ήταν ένα αρχίδι και μισό. Στο τέλος κουράστηκα να μαλώνω, λιγόστεψα τις συζητήσεις και έγραφα. Πολύ. Τώρα έχω στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου τριάντα έξι τετράδια σπιράλ των διακοσίων σελίδων γεμάτα με τις ιστορίες μου. Τις ιστορίες του Τίποτα από τη Χώρα του Πουθενά.
Περιπλανήθηκα πολύ και μακριά πριν αποφασίσω να επισκεφθώ το χωριό μου, να βυθιστώ στην παιδική μου ηλικία, να αναζητήσω τη ζεστασιά και τη σιγουριά της μήτρας της καταγωγής, να αναζητήσω τη γαλήνη στην οικειότητα των σχημάτων, των οριζόντων, όπως ήταν τότε, στις απαρχές της ύπαρξής μου, πριν η ζωή προσθέσει τις πολυπλοκότητές της· κι όσο βυθιζόμουν στην παιδική μου ηλικία τόσο αβάσταχτη γινόταν η ζωή μου και τόσο το μυαλό πλησίαζε σε τούτη ακριβώς τη στιγμή που βρίσκομαι σήμερα, σκαρφαλωμένος στο πεζούλι, μετέωρος στην άκρη του γκρεμού. Λίγο πριν φτάσω εδώ, είχα κάνει μπάνιο, είχα ξυριστεί, φόρεσα κάτι παλιομοδίτικα ρούχα, κούρεψα κακήν κακώς τα μαλλιά με ένα ψαλίδι που βρήκα στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, χτενίστηκα και να 'μαι. Μια αστεία φιγούρα στο στόμα της προσωπικής της αβύσσου. 
Κι έτσι απλά, χωρίς καμιά σκέψη, χωρίς καμιά απόφαση που σε μεταφέρει από το είναι στο μη είναι, όπως ανοιγοκλείνεις τα μάτια ή αναπνέεις, αφήνω το σώμα να γείρει μπροστά και να ταξιδέψει στον αραιό και λεπτό ανοιξιάτικο αέρα, κλείνω τα μάτια και περιμένω τη λυτρωτική συνάντηση με τα βράχια και το νερό.
Λένε ότι πεθαίνεις πριν πέσεις, από τον φόβο του επικειμένου θανάτου. Ο δικός μου ο φόβος είχε ήδη ηττηθεί γιατί δεν μου είχε μείνει ζωή να τον ταΐζω. Δεν υπήρχε λόγος πλέον να κρατάω τα μάτια μου κλειστά, τα άνοιξα ακριβώς τη στιγμή που ένιωσα το νερό σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό μου.
~~~~~~
Η Λίλα στεκόταν από πάνω μου κι έριχνε νερό στο πρόσωπό μου. Ήταν χλωμή και τρομαγμένη.
- είσαι καλά; με ρώτησε; Τι συνέβη θεέ μου; Πως είσαι έτσι, τι ρούχα είναι αυτά, πότε άλλαξες;  Που πήγες; Τι έπαθες;
Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα καθώς κοίταξα τους συνεργάτες μου να χορεύουν στη μεγάλη σάλα πάνω από τον ώμο της Λίλας, πίσω από την τζαμαρία που χώριζε το χολ όπου βρισκόταν ο κεντρικός ηλεκτρικός πίνακας
 Ήθελα να μιλήσω αλλά έκλαιγα, ήθελα να πω πολλά αλλά είπα μόνο «μαλάκα, ρε μαλάκα» καθώς κρατούσα σφιχτά το χέρι της Λίλας και την κοιτούσα βαθιά στο πρόσωπο κι έκλαιγα ασταμάτητα. Ύστερα όλα σκοτείνιασαν γύρω μου. Ύστερα και αυτή στιγμή πέρασε στη λήθη του ασυνείδητου, στους απέραντους ωκεανούς του ονείρου.

~~~~~~~
Ο Mahesh Chander ήταν ικανότατος προγραμματιστής αλλά ενθουσιώδης, εγωιστής και αλαζόνας με την αλαζονεία της επίγνωσης της ευφυΐας του. Γνώριζε πολύ καλά ότι οι αναβαθμίσεις δοκιμάζονται πρώτα σε offline πλήρως λειτουργικούς κλώνους των παιχνιδιών κι έπειτα, σε νεκρό χρόνο αντικαθιστούν τους υπάρχοντες. Οι παίκτες δεν επηρεάζονται ουδόλως από την αναβάθμιση η οποία τις περισσότερες φορές εκδηλώνεται στιγμιαία ως μια μικρή καθυστέρηση στην απόκριση των χαρακτήρων σε εντολές. Η υπερβολική του αυτοπεποίθηση όμως τον έσπρωξε να ανεβάσει αδοκίμαστη τη νέα, δική του έκδοση. Πίεσε τους επιταχυντές εικόνας στα άκρα, οι επεξεργαστές υπερθερμάνθηκαν, το παιχνίδι κρασάρισε. Πρώτη φορά ή εταιρεία αναγκάστηκε να ανεβάσει για μισή ώρα οθόνη με το μήνυμα servers are down for maintenance. Εκατομμύρια δολάρια χάθηκαν, μαζί και η δουλειά και το λαμπρό μέλλον του Mahesh. Ο μέντορας του κάλεσε παλιότερους προγραμματιστές από το team οι οποίοι έκαναν recovery στην προηγούμενη έκδοση και οι παίκτες συνέχισαν από το ίδιο σημείο. Χρειάστηκε βέβαια αμέσως μετά να τρέξουν ένα μικρό προγραμματάκι, ένα sting, που αναζητούσε και αφαιρούσε οποιοδήποτε bit πληροφορίας προστέθηκε στο πρόγραμμα την  τελευταία μισή ώρα, από τη στιγμή δηλαδή που ο Mahesh, «εκείνο το σπαστικό αρχίδι που νομίζει ότι τα ξέρει όλα» έκανε τη μαλακία του. Όταν τέλειωσε κι αυτό, όλα είχαν επανέλθει στο φυσιολογικό, εκτός από τα ταμεία της εταιρείας που θα άδειαζαν κατά κάτι εκατομμύρια για να πληρώσει αποζημιώσεις στους διαφημιζόμενους και να ξανακερδίσει το χαμένο έδαφος και την τρωθείσα φήμη της.

~~~~~~

Ήταν 2 Φεβρουαρίου όταν, ανοίγοντας το πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου μου, βρήκα τριάντα δύο τετράδια σπιράλ, γραμμένα μέχρι την τελευταία τους σελίδα. Όλα. Άνοιξα ένα, ήταν, χωρίς αμφιβολία, γραμμένα από εμένα. Δεν καταλάβαινα απολύτως τίποτα ούτε μπορούσα να εξηγήσω πότε ή και γιατί τα έγραψα. 

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Ο θεός είναι νεκρός



Δεύτερον ἠγάγετο λιπαρὴν Θέμιν, ἣ τέκεν Ὥρας, Εὐνουμίην τε Δίκην τε καὶ Εἰρήνην τεθαλυῖαν, αἳ ἔργ᾽ ὠρεύουσι καταθνητοῖσι βροτοῖσι, Μοίρας θ᾽, ᾗ πλείστην τιμὴν πόρε μητίετα Ζεύς, Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵτε διδοῦσι θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε.
Πήρε (ο Δίας) για δεύτερη γυναίκα του τη λαμπερή Θέμιδα που του γέννησε τις Ώρες, την Ευνομία, τη Δίκη και την ανθοστόλιστη Ειρήνη που ρυθμίζουν τα έργα των θνητών, και τις Μοίρες, την Κλωθώ, τη Λάχεσι και την Ατροπό που γι’ αυτές ο σοφός Δίας επεφύλασσε τη μεγαλύτερη τιμή να δίνουν στους ανθρώπους και το καλό και το κακό

Ησίοδος, Θεογονία

Ένοιωθα τα γόνατά μου κομμένα, το στομάχι μου κόμπο και το κεφάλι μου να γυρίζει σαν σβούρα. Όχι, δεν είχα πιει τίποτα χθες το βράδυ. Στην πραγματικότητα είχα να πιω δύο εβδομάδες. Απλά, το αίσθημα του κενού, ανάμικτο με φόβο, θαυμασμό, δέος, απορία μ’ έκαναν να νοιώθω άρρωστος. Απλά. Αναζήτησα με τα μάτια μια καρέκλα και σωριάστηκα πάνω της. Πόση ώρα στεκόμουν εκεί, ακίνητος; Πόση ώρα τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στην πόρτα με το αρμέ τζάμι στο μικρό παράθυρο; Μηχανικά, κοίταξα το ρολόι μου. Μόλις 3 λεπτά! Έκλεισα τα μάτια μου μήπως μπορέσω να βάλω σε μια τάξη όλα όσα περνούσαν σαν αστραπές από το νου μου. Μια βρύση έσταζε κάπου κοντά, κάποια πόρτα χτυπούσε ρυθμικά παγιδευμένη σε μόνιμο ρεύμα αέρα, το ρολόι τοίχου πάνω απ’ το κεφάλι μου ανακοίνωνε τα λεπτά, ένα τηλέφωνο κουδούνιζε στο βάθος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ντριιιιιιιιιιιιιν!
Ήμουν μόνος, ως συνήθως, μπροστά στον υπολογιστή μου, με οχτώ μισόλιτρα κουτάκια μπίρας άδεια γύρω μου, ένα ξέχειλο τασάκι και κάτι λαδόχαρτα με υπολείμματα από γύρο σε πίτα όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Σπάνια χτυπούσε, πόσο μάλιστα περασμένα μεσάνυχτα ώστε χρειάστηκε λίγος χρόνος μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι κάποιος με καλεί και άλλος τόσος μέχρι να εντοπίσω τον ήχο. Κατάφερα να βρω το ακουστικό ανασηκώνοντας χαρτιά, κουτιά, φακέλους, εσώρουχα. Ήταν ο Βαγγέλης…
«Έλα ρε φιλαράκι» έκανα δήθεν λαχανιασμένα, «τρόμαξες το γκομενάκι! Τι θέλεις βραδιάτικα;» γκρίνιαξα χωρίς να πείθω ούτε λάχανο φρεσκοκομμένο.
Η φωνή ήταν ένας ατέλειωτος λαρυγγισμός και τα λόγια ακατάληπτα ακόμα και για τον Βαγγέλη. Ανάμεσα σε άναρθρες κραυγές, κλάματα και γέλια ξεχώρισα τη λέξη «σύμπαν» να αναφέρεται τουλάχιστον δέκα φορές και κάτι για θεούς και αμαρτίες και άλλες μαλακίες.
Η αλήθεια είναι ότι ο τόνος στη φωνή του με ανησύχησε. Προσπάθησα να τον ηρεμήσω αλλά μάταια. Συνέχιζε να μιλάει ακαταλαβίστικα, γρήγορα, κοφτά, χωρίς ανάσα. Ξαφνικά, ο ήχος άλλαξε σε κοντές ανάσες στην αρχή, μετά σ’ ένα μουγκρητό κι ύστερα σε δεκάδες γυαλιά που σπάνε κι έναν υπόκωφο γδούπο.
«Βάγγο!;!! Ρε Βαγγέλη! Βαγγέλ’!», φώναξα ξανά και ξανά χωρίς αποτέλεσμα. Στη στιγμή όλη η μπίρα που είχε συσσωρευτεί - εδώ και μέρες - στο αίμα και στο μυαλό μου, εκτοπίστηκε από την αδρεναλίνη και άλλες ορμόνες που έτρεξαν να την συνδράμουν στο έργο αφύπνισής μου. Ψύχραιμα και νηφάλια, ειδοποίησα πρώτα τον νυχτοφύλακα, δηλαδή την καθαρίστρια που εκτελούσε χρέη νυχτοφύλακα - στο πόδι του άντρα της που μάλλον κείτονταν σε κάποιο πεζοδρόμιο μεθυσμένος - κι ύστερα καβάλησα τη μηχανή μου κι έφυγα για το κτίριο του πανεπιστημίου. Δεν χρειάστηκα περισσότερο από 10 λεπτά μέχρι να φτάσω στο εργαστήριο και σχεδόν αμέσως πήρα τηλέφωνο στο ασθενοφόρο και στην αστυνομία.
Τον παρατηρούσα από τρία βήματα απόσταση. Συγκράτησα μια έντονη παρόρμηση να ισιώσω το πόδι του που έστεκε σε μιαν αφύσικη γωνία, πιασμένο στο πάτημα του ψηλού σκαμνιού που κείτονταν δίπλα του. Θα πρέπει να έπεσαν μαζί, το σκαμνί κι ο Βαγγέλης. Δεν τους χώρισα. Τόσα χρόνια θεατής αστυνομικών σειρών στην τηλεόραση, έμαθα να μην πειράζω το πτώμα...
Γύρω του, σπασμένα γυαλιά και κομμάτια από μπουκάλια, σωλήνες, υγρά και ένα πακέτο χαρτί Α4 σκόρπιο σε όλο το στενάχωρο εργαστήριο. Με βάση τα όσα έβλεπα, σχημάτισα την εικόνα της πτώσης του στο μυαλό μου, την επανέλαβα σε αργή κίνηση και συγκράτησα το γέλιο μου. Θεώρησα ότι το να ηχήσουν χάχανα, ακόμα κι αν δεν άκουγε κανείς άλλος - εκτός της καθαρίστριας η οποία δεν μετράει - θα ήταν απρέπεια.
«Α, ρε Βάγγο», σκέφτηκα, «ακόμα και στο θάνατό σου, ατσούμπαλος!» Είχα δει πεθαμένους σε κηδείες και τούτος εδώ τους έμοιαζε, άρα υπέθετα ότι είχε πεθάνει. Τέλος πάντων, αυτό θα ξεκαθάριζε σε λίγο που θα έφτανε το νοσοκομειακό και η αστυνομία. Μάλλον το έμφραγμα τον βρήκε καθιστό στο ψηλό εργαστηριακό σκαμνί, με το δεξί πόδι μπλεγμένο στο πάτημα. Το σκαμνί, στην πτώση τους, παρέσυρε μια παλιά ραφιέρα-κειμήλιο, δεξιά από τον πάγκο εργασίας με το μεγάλο μικροσκόπιο. Η ραφιέρα ήταν γεμάτη με δοκιμαστικούς σωλήνες, χωνιά, δοσομετρικά μπουκάλια και άλλα. Ανάμεσα σε αυτά βρίσκονταν το κεφάλι του Βαγγέλη. Το αριστερό του χέρι ήταν απλωμένο πάνω από το κεφάλι του, σαν να προσπάθησε να κρατηθεί απ’ τον αέρα όταν έπεφτε, ενώ στο δεξί κρατούσε σφιχτά μια σελίδα χαρτί.
«Σταμάτα να μυξοκλαίς» είπα εκνευρισμένος της καθαρίστριας που ήρθε και στάθηκε δίπλα μου, «Σταμάτα και πήγαινε μπροστά να περιμένεις το ασθενοφόρο και την αστυνομία». Το εργαστήριο του Βαγγέλη βρίσκονταν στο ημιυπόγειο, στην Β πτέρυγα του κτιριακού συγκροτήματος όπου έφτανε κανείς αφού περνούσε την κεντρική πύλη, έβγαινε κατευθείαν απέναντι στην εσωτερική αυλή, την διέσχιζε διαγώνια, από μια μικρή σιδερένια πόρτα κατέβαινε σε έναν στενό και κακοφωτισμένο διάδρομο και περπατούσε περί τα 40 μέτρα συνεχώς προς τα αριστερά.
Μου φάνηκε σαν να χαμογελούσε καθώς πλησίασα κι έσκυψα για λίγο από πάνω του. Αν κρίνω από αυτά που άκουσα λίγο πριν στο τηλέφωνο, μάλλον η καρδιά του τον πρόδωσε. Το ήξερε – όλοι στο εργαστήριο το ξέραμε - το πρόβλημα με την καρδιά του. Ο ίδιος συνήθιζε να το διακωμωδεί: «εμένα η καρδιά μου φυσάει», έλεγε, κι εμείς συνηθίζαμε να τον προσέχουμε. Κανείς δεν περίμενε ότι θα τον πρόδινε στα 43 του.
Λίγο πριν τον πάρουν για νεκροψία, και από περιέργεια, έβγαλα το χαρτί απ’ το χέρι του. Γεμάτο αριθμούς, εξισώσεις, νούμερα, θαυμαστικά, κάτι για ζωή και θεούς και στη μέση με μεγαλύτερα γράμματα μια σημείωση, μάλλον να θυμηθεί να αλλάξει κάποια λάμπα που κάηκε.
Τσαλάκωσα το χαρτί στη χούφτα μου, σημάδεψα ένα καλάθι καθώς διέσχιζα την αυλή και το έριξα μέσα από τα 4 μέτρα. Ψιθύρισα ένα «σσσσωραίος!», χαμογέλασα ικανοποιημένος για τις ικανότητές μου και βγήκα στο δρόμο.
Δεν είμαι συναισθηματικός τύπος. Αντίθετα. Με αποκαλούν κυνικό, ρεμάλι, ανήθικο, σάτυρο και άλλα όχι τόσο κόσμια Πίνω τα πάντα, καπνίζω επίσης τα πάντα, ξενυχτάω και είμαι καλός στη δουλειά μου. Ποια είναι η δουλειά μου; Ιδέες. Κατεβάζω ιδέες που ο Βαγγέλης ερευνά, συγκρίνει, ελέγχει, κάνει πράξη. Τουλάχιστον αυτό συνήθιζε να κάνει μέχρι πριν μισή ώρα. Είμαστε από φοιτητές μαζί. Πάντα μαζί. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. Ο Βαγγέλης είναι το συμπλήρωμά μου. Ήταν. Τουλάχιστον ήταν. ... Ένοιωσα άβολα και ξαφνικά το στομάχι μου έγινε κόμπος. Γύρισα πίσω, έψαξα το χαρτί στα σκουπίδια, το έβγαλα, το ίσιωσα προσεκτικά, το δίπλωσα και το έβαλα στην τσέπη μου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κάπου βρήκα ένα σκούρο κοστούμι και μια παλιά, στενή, μαύρη γραβάτα. Το άσπρο πουκάμισο ήταν κακοσιδερωμένο και στις μασχάλες είχε τεράστιους κίτρινους λεκέδες οπότε ούτε σκέψη να βγάλω το σακάκι, παρά τη διαβολεμένη ζέστη και την αρρωστιάρικη υγρασία των τελευταίων ημερών του Σεπτεμβρίου. Στεκόμουν ιδρώνοντας σαν γουρούνι μπροστά στον ανοιχτό τάφο, ενώ ο παππάς μασούσε με ταχύτητα τα ακατάληπτα λόγια του. Δίπλα μου η καθαρίστρια, που συμπαθούσε κατά τα φαινόμενα ιδιαίτερα τον φίλο μου και δίπλα της, η θεία του Βαγγέλη, η αιτία της καθυστέρησης επί διήμερο της τελετής. Μια θλιβερή τετράδα, η πρέπουσα συνοδεία μιας εξίσου θλιβερής τελετής για ένα πρόσωπο που γελούσε ακόμα κι όταν δεν υπήρχε κανένας λόγος. Ιδιαίτερα τότε. Αν ήταν εδώ σήμερα, θα κυλιόταν στα χώματα από τα γέλια, αλλά δεν είναι ο μπαγάσας.
Λίγο πριν εγκαταλείψουμε το χώρο, με έπιασε από το μπράτσο η καθαρίστρια: «έχω κάτι για σένα, μου είπε ο κύρ-Βαγγέλης να στο δώσω, αν του τύχαινε κάνα κακό» είπε πριν ξεσπάσει σε λυγμούς και μου λερώσει με απροσδιόριστα υγρά το δανεικό κουστούμι. Μύριζε κρεμμύδι, λάδι, χλωρίνη και ιδρώτα και πρέπει να είχε ψεκαστεί με ένα κιλό τέσσερα εφτακόσια έντεκα από πάνω, κάνοντας το σύνολο αρκούντως αηδιαστικό. Ήμασταν ταιριαστό ζευγάρι, χωρίς αμφιβολία. Έχωσε το χέρι στην τσάντα και τράβηξε έναν κίτρινο φάκελο Α4, φθαρμένο στις κόχες, γεμάτο στρογγυλά σημάδια από κούπες του καφέ και άλλα που δεν ήθελα να σκέφτομαι από τι είναι.
Της πρότεινα να πάμε για καφέ οι δυο μας απέναντι από το νεκροταφείο - ναι, ήμουν απελπισμένος - ενώ η θεία εξαφανίστηκε για τα διαδικαστικά με τον παππά σε κάποια σκοτεινά κτίσματα δίπλα στην εκκλησία. Μου μίλησε για «το δωμάτιο», για τον χρόνο που «ο κυρ-Βαγγέλης» περνούσε εκεί όπου δεν τις επέτρεπε να καθαρίσει ποτέ και πως κανείς δεν θυμόταν πια την ύπαρξή του, για τα κομπιούτερ που ποτέ δεν έκλειναν, για τους ανεμιστήρες και τις γεννήτριες, για το γεγονός ότι τις τελευταίες μέρες ο κυρ-Βαγγέλης πολλές φορές έκλαιγε κοιτώντας το θολό τζάμι με το ατσάλινο πλέγμα στο μικρό φεγγίτη της πόρτας που οδηγούσε «στο δωμάτιο». Δεν κατάλαβα Χριστό, πέρα του ότι κάτι τρέχει με «ένα δωμάτιο».
Μετά τον καφέ πήγα στην Αστυνομία, μου διάβασαν την κατάθεσή μου, έβαλα υπογραφές κι έφυγα για το Πανεπιστήμιο όπου έπρεπε να απαντήσω στο ερώτημα της γραμματείας «τι θα κάνετε τώρα με το εργαστήριο;». Είχα ξεχάσει ότι ήμουν κι εγώ χρεωμένος την έρευνα με το Βαγγέλη. Συνειδητοποίησα έξαφνα ότι τις μπίρες μου, το Πανεπιστήμιο τις πλήρωνε και τώρα βρισκόμουν αντιμέτωπος με την δυσάρεστη προοπτική να στερέψει το ψυγείο από εξάδες. Ήταν κάτι που επ’ ουδενί θα επέτρεπα. Έμεινα μέχρι αργά συμπληρώνοντας φόρμες, ψάχνοντας έντυπα, σκαλίζοντας συρτάρια και συζητώντας με συναδέλφους που δεν γνώριζα και δεν με γνώριζαν επί διαδικαστικών θεμάτων.
Γύρισα σπίτι με έναν κουβά απορίες κι ένα κεφάλι – καζάνι. Παράγγειλα μια πίτσα γίγας σπέσιαλ, έκανα έναν έλεγχο στο ψυγείο για μπίρες, οκ, είχα τρεις εξάδες πήρα μια, την άδειασα σε ένα ποτήρι, έριξα ένα Depon αναβράζον μέσα – όπα! καλύτερα να βάλω δύο - έπεσα στην καρέκλα μου αφού πέταξα κάτι άπλυτα από πάνω της, άναψα τσιγάρο και τσατάρισα με κάτι φιλαράκια ψάχνοντας εύκολη λύση για το πρόβλημα με το Πανεπιστήμιο. Στις εννέα και μισή ήρθε η πίτσα, την έφαγα με βουλιμία, πήρα τρίτο μισόλιτρο από το ψυγείο και μετά από μια στάση στην τουαλέτα για να δημιουργήσω χώρο στην κύστη για περισσότερη μπίρα, είπα να ανοίξω το φάκελο που κληρονόμησα από το Βαγγέλη. Μέσα είχε ένα μάτσο χαρτιά αριθμημένα με το χέρι, από το ένα ως το 236 και πιασμένα με δυο μεγάλα κλιπ. Η ώρα κόντευε έντεκα, θα έριχνα μια ματιά μέχρι να με πάρει ο ύπνος και το πρωί θα έτρεχα στο Πανεπιστήμιο να βρω τι θα κάνω με το εργαστήριο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σήκωσα τα μάτια μου από το χαρτί που κρατούσα. Γύρω μου, παντού, ήταν σκόρπιες σελίδες από το βιβλίο του Βαγγέλη άλλες τσαλακωμένες άλλες απείραχτες άλλες εδώ άλλες εκεί, παντού. Από τις γρίλιες του παντζουριού έμπαινε το θαμπό φως της μέρας, το τελευταίο κουτάκι μπίρας που είχα ανοίξει λίγο πριν τις έντεκα χτες βράδυ ήταν δίπλα μου μισογεμάτο, είχα περάσει όλη τη νύχτα διαβάζοντας και χωρίς να πίνω. Τα μάτια μου πονούσαν, το ίδιο και το κεφάλι. Πήγα στην κουζίνα, κάπου είχα καφέ, μπρίκι δεν βρήκα, σκούπισα με ένα πανί - ή ήταν μπλουζάκι; - μια κούπα, έριξα δυο κουταλιές μέσα, συμπλήρωσα νερό από το βρύση και το ήπια σχεδόν μονορούφι.
«Το έκανε ο μπαγάσας!» είπα δυνατά, «το έκανε!».
Θυμάμαι, πολλά χρόνια πριν, που νεαροί υποψήφιοι διδάκτορες περνούσαμε ώρες ατέλειωτες συζητώντας για φιλοσοφία και επιστημονική φαντασία, φυσική και μεταφυσική, για επιστήμες και τεχνολογία, για το σύμπαν, την προέλευσή του, τον θεό και την ύπαρξή του. Ένας φίλος είχε πει ότι δεν μπορεί τόση αρμονία να μην προέρχεται από συνείδηση, τόση ομορφιά, από καλοσύνη και αγάπη, τόση σοφία από απέραντη γνώση, τόση απεραντοσύνη χώρου και χρόνου από ατέλειωτη δύναμη. Του απάντησα ότι το να θεωρούμε όμορφο τον κόσμο μας είναι απαραίτητο για να επιβιώσουμε ως είδος, αυτό που θεωρούμε αρμονία και σοφία είναι συρραφή τυχαιοτήτων και αποτέλεσμα πρόσκαιρης ισορροπίας αλληλοεπηρεαζόμενων δυνάμεων και ότι όλα μα όλα συνέβησαν ως φυσική συνέπεια ενός  και μοναδικού τυχαίου γεγονότος. Της συνεύρεσης των σωστών συστατικών την κατάλληλη στιγμή. Είναι το σημείο που η συζήτηση ξεφεύγει στο τι υπήρχε πριν το τίποτα και ποιος έβαλε τα συστατικά στην κατσαρόλα και η μόνη απάντηση είναι «ο φούφουτος» αλλά δεν ανατινάζεις μια υποτίθεται σοβαρή συζήτηση με προβοκατόρικα επιχειρήματα.
Τέλος πάντων μόλις είχαμε ξαναδιαβάσει και αναλύσει με το Βαγγελάκο τη «Δημιουργία Αναθεωρημένη» του Peter W. Atkins και επηρεασμένοι από το σχεδιασμό γενετικών μαθηματικών μοντέλων και τη διαρκή βαθμονόμηση προσομοιωτών, στήσαμε μεταξύ σοβαρού και αστείου ένα υπολογιστικό μοντέλο δημιουργίας σύμπαντος. Περάσαμε μήνες επιλέγοντας και καλιμπράροντας μεταβλητές, ξαναθυμηθήκαμε θεωρίες για τον κόσμο που ζούμε κι ότι δεν είναι παρά μια προβολή, μια ψευδαίσθηση, ένα άθροισμα ιδεών, ένα matrix όπως σοφά παρατήρησε κάποιος του οποίου το όνομα τώρα μου διαφεύγει, γελάσαμε, δαγκώσαμε τη γλώσσα μας, παιδευτήκαμε, ξενυχτήσαμε, κάναμε λάθη, το πήραμε από την αρχή μέχρι που βαρέθηκα. Αυτός είμαι. Μου έφυγε ο ενθουσιασμός, για κάποιο λόγο που δεν θυμάμαι ξενέρωσα, εγκατέλειψα και το ξέχασα.
Ο Βαγγέλης όμως το συνέχισε και το ‘κανε! Το ‘κανε ο μπαγάσας, το ‘κανε! Έφτιαξε σύμπαν!  Διακόσιες τριάντα έξι σελίδες, αριθμημένες με το χέρι, πιασμένες με δυο μεγάλα κλιπ μέσα σε ένα κίτρινο, φθαρμένο και λεκιασμένο φάκελο, όλο το χρονικό της Γένεσης ενός Σύμπαντος!
«Το Ευαγγέλιο του Ευάγγελου» σκέφτηκα και βάλθηκα να γελάω μόνος μου υστερικά. Ένα σύμπαν που δημιουργήθηκε με μια χούφτα υλικά και προγραμματισμένο να υπακούει σε λίγους νόμους γεννήθηκε στα κυκλώματα μερικών ισχυρών υπολογιστών και από τότε μεγαλώνει, εξελίσσεται, διαμορφώνεται, γεννά και καταστρέφει εικονικούς γαλαξίες, πτυχές και αναδιπλώσεις χώρου και χρόνου, συμπυκνώσεις και αραιώσεις μάζας και, άρα, ενέργειας, κινείται συνεχώς και προς κάθε κατεύθυνση, μεγαλώνει.
Μπήκα κάτω από το ντους και το κρύο νερό με έκανε να ξυπνήσω. Φόρεσα ένα σχετικά καθαρό τι-σερτ, έβαλα τον κίτρινο φάκελο στο σακίδιο, πήρα τα κλειδιά της μηχανής κι έφυγα για το Πανεπιστήμιο. Βιαζόμουν, είχα ένα σύμπαν να ανακαλύψω.
Βρήκα την καθαρίστρια στην εσωτερική αυλή και της ζήτησα να με συναντήσει στο εργαστήριο. Η αστυνομία είχε αφήσει το χώρο σε χειρότερη κατάσταση από ότι ήταν το βράδυ που πέθανε ο Βαγγέλης και ξεκίνησα να μαζεύω τα χαρτιά περιμένοντάς την. Τα περισσότερα από αυτά δεν έμοιαζαν να έχουν σχέση με το μικρό μυστικό του Βαγγέλη αλλά θα τα χρειαζόμουν αν ήταν να συνεχίσω τη δουλειά του. Σκέφτηκα ότι θα μου έκανε καλό να ασχοληθώ στα σοβαρά με την έρευνα και ότι τα σαράντα πέντε είναι μια χαρά ηλικία για να σοβαρευτεί κάποιος αλλά, τι ακριβώς έκανε εδώ ο Βαγγέλης; Ποιες εργασίες έπρεπε να συνεχίσω; Τι μελετούσε; Κοιτούσα απελπισμένος γύρω μου και δεν συνειδητοποίησα ότι η καθαρίστρια είχε έρθει και είχε σταθεί πλάι μου.
«Μάζεψε σε παρακαλώ τα σπασμένα κι εγώ θα τακτοποιήσω εδώ, πρόχειρα τα υπόλοιπα» της είπα, «μετά θέλω να με οδηγήσεις στο δωμάτιο».
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το εργαστήριο του Βαγγέλη, μάλλον το εργαστήριό μας και πλέον μόνο δικό μου, βρισκόταν στο ημιυπόγειο του κτιρίου Β του Πανεπιστημίου. Το κτιριακό συγκρότημα επί του Λόφου της Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, γνωστού ως ΛΟΤΕ, αποτελούσαν τρία κτίρια, το κεντρικό, δύο συνδετήριες πτέρυγες και το αμφιθέατρο. Από τα άκρα του κεντρικού κτιρίου, ξεκινούσαν δυο συνδετήριες πτέρυγες εκ των οποίων η βόρεια οδηγούσε στο κτίριο Γ και η νότια κατευθείαν στο δεύτερο όροφο του ηλικίας σχεδόν διακοσίων ετών κτιρίου Β που κατά το παρελθόν υπήρξε η έδρα του Πανεπιστημίου. Ανάμεσα στα Β και Γ και ενωμένο με αυτά, είχε κατασκευαστεί το Μεγάλο Αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου με αποτέλεσμα να σχηματίζεται μια αρκετά μεγάλη εσωτερική αυλή στο κέντρο της οποίας λειτουργούσε ένα μικρό καφέ με διάσπαρτες στο χώρο πολύχρωμες ομπρέλες, κομψά μεταλλικά στρόγγυλα τραπεζάκια και ανάλογης αισθητικής καρέκλες.
Στο ημιυπόγειο του κτιρίου Β, εκεί όπου βρισκόταν το εργαστήριό μας, μπορούσε κανείς να φτάσει μόνο διασχίζοντας την εσωτερική αυλή, αφού η επικοινωνία μέσα από το κτίριο είχε αποκοπεί όταν ξεκίνησε η κατασκευή ενός χώρου ειδικών πειραμάτων, σχέδιο που στην πορεία εγκαταλείφθηκε λόγω έλλειψης κονδυλιών. Τα ειδικά πειράματα πλέον φιλοξενούνται αλλού και στο ημιυπόγειο έχουν μείνει και λειτουργούν τρία εργαστήρια, αυτά των «εξόριστων» του πανεπιστημίου, εκείνων δηλαδή που δεν τα πάνε καλά με τις δημόσιες σχέσεις. Ο Βαγγέλης είχε πάρει το τρίτο στη σειρά, το πιο απομακρυσμένο.
Η πόρτα του εργαστηρίου είναι η τελευταία του διαδρόμου. Το εργαστήριο καθ’ εαυτό είναι μια μακρόστενη αίθουσα χωρισμένη ανισομερώς στα δύο με χαμηλά διαχωριστικά από εκείνα τα μισά ξύλινα μισά τζαμένια που βρίσκει κανείς σε όλα τα παλιά κτίρια γραφείων. Ο μικρότερος χώρος είναι το γραφείο κι ο μεγαλύτερος, εκείνος με τις καρέκλες και το έδρανο, αυτός που φιλοξενεί ενίοτε προπτυχιακούς ή μεταπτυχιακούς φοιτητές. Στο χώρο κυριαρχεί το ξύλο στην ανοιχτή μελί, ξεθωριασμένη έκδοσή του. Στους τοίχους βλέπεις τζαμένιες προθήκες, ξύλινες βιβλιοθήκες και αφίσες από ανακοινώσεις σε συνέδρια, κάποιες παλιές - πραγματικά, πολύ παλιές - και άλλες, νεώτερες. Στη δυτική πλευρά της αίθουσας υπάρχουν τέσσερα παράθυρα, ψηλά, πάνω από τις βιβλιοθήκες και τις ραφιέρες, σχεδόν ένα μέτρο κάτω από την οροφή, που βλέπουν στην πίσω πλευρά του κτιριακού συγκροτήματος, σ’ έναν χώρο που χρησιμοποιείται σαν αποθήκη ενός εγκαταλειμμένου εργοταξίου με καδρόνια, σιδεριές, σκαλωσιές που εμποδίζουν το φως να φτάνει στο εσωτερικό. Το δάπεδο είναι ανοιχτόχρωμο μωσαϊκό εκτός από ένα μικρό κομμάτι γύρω από έναν πάγκο καλυμμένο εξ ολοκλήρου με μικρό λευκό πλακάκι, ίσως απομεινάρι κάποιας εποχής που ο χώρος φιλοξενούσε εργαστήρια χημείας. Η αίθουσα είναι ψηλοτάβανη με φώτα που κρέμονται χαμηλά με αλυσίδες από τη μαυρισμένη κατά τόπους οροφή. Στη στενή πλευρά, αριστερά όπως μπαίνεις, υπάρχει μια ακόμη πόρτα κλειστή από χρόνια και πίσω από αυτή, ο χώρος που κάποτε προοριζόταν για τα ειδικά πειράματα.
Οι ξύλινες βιβλιοθήκες στους τοίχους είναι γεμάτες με λογής βιβλία, από παλιά δερματόδετα μέχρι σημειώσεις δεμένες με θερμοκόλληση ή σπιράλ, ντοσιέ, φακαρόλες ή και πακέτα χαρτιά πρόχειρα ακουμπισμένα σε κάποιο ράφι. Υπάρχει μια περίεργη ακαταστασία, μια έλλειψη ταξινόμησης, μια απουσία αρχειοθέτησης με βάση κάποιο σχέδιο ή πρότυπο, πράγμα που θα κάνει την έρευνά μου δυσκολότερη. Έπιασα και ξεφύλλισα στην τύχη μερικές σημειώσεις, αυτές που μου φάνηκαν πιο πρόσφατες, είτε γιατί στο ράφι τους είχε λιγότερο σκόνη είτε γιατί το χρώμα του χαρτιού δεν είχε αλλοιωθεί από το φως ή τον καιρό.
Σύντομα τις άφησα από τα χέρια μου. Ήμουν ήδη σχεδόν μια ώρα στο χώρο, η καθαρίστρια είχε αποκαταστήσει την τάξη σε σημαντικό βαθμό κι εγώ αδημονούσα να δω αυτό για το οποίο είχα χάσει τον ύπνο μου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
- Ψίτ! Έκανα, συνειδητοποιώντας ότι δεν γνωρίζω το όνομά της, εσύ, πως σε λένε, που είναι το δωμάτιο;
- Μαρία Μανταλένα, είπε.
- Παρακαλώ; Έκανα όλο ειλικρινή απορία
- Το όνομά μου. Το όνομά μου είναι Μαρία Μανταλένα· να, εδώ είναι, είπε και άπλωσε στο ράφι δίπλα στην κλειστή από καιρό πόρτα, τράβηξε ένα μικρό δερματόδετο βιβλίο, «Θεογονία, Έργα και Ημέραι - Ησίοδος» έγραφε με χρυσά γράμματα σε κόκκινο φόντο. Το άνοιξε κι έβγαλε από μέσα ένα κλειδί και μου το έδωσε δείχνοντας μου την κλειδαριά της πόρτας.
Το πρώτο που παρατήρησα ήταν το πάχος του τοίχου. Η παλιά πέτρινη τοιχοποιία είχε ενισχυθεί εσωτερικά με περίπου 20 εκατοστά οπλισμένο σκυρόδεμα, προφανώς για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες των ειδικών πειραμάτων που επρόκειτο να φιλοξενηθούν εδώ. Γύρισα προς την καθαρίστρια αλλά είδα μόνο την πλάτη της καθώς απομακρυνόταν γρήγορα μέχρι που πέρασε την πόρτα του εργαστηρίου, την έκλεισε σχεδόν αθόρυβα και χάθηκε.
Ακριβώς απέναντι από την πόρτα που μόλις είχα περάσει, στο μέσον του τοίχου και σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των τεσσάρων μέτρων βρισκόταν μια άλλη με μόνη διαφορά ότι η δεύτερη είχε στο πάνω μέρος της έναν φεγγίτη καλυμμένο με εκείνα τα θολά τζάμια με το συρμάτινο πλέγμα στο εσωτερικό τους. Δεξιά και αριστερά της, καρφωμένα στον τοίχο ήταν ράφια τύπου dexion γεμάτα με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μεγάλες ψήκτρες και μικρούς αλλά  ισχυρούς ανεμιστήρες που γέμιζαν με χαρακτηριστικό χαμηλό βουητό το χώρο. Ανάμεσα στις δυο πόρτες, στο μέσο του μακρόστενου δωματίου ήταν ένα φαρδύ γραφείο με τρείς μεγάλες οθόνες πάνω από 30 ίντσες η κάθε μια  και μια αρκετά μικρότερη  που έστεκε σε λίγη απόσταση από τις άλλες τρεις, όπου  έτρεχε μια αντίστροφη μέτρηση που τη στιγμή που μπήκα, έδειχνε
- 00:000:07:39:53:888
Από την ταχύτητα που έτρεχαν τα τελευταία νούμερα, τα οποία μετά βίας μπορούσα να ξεχωρίσω υπέθεσα ότι πρόκειται για εκατοστά του δευτερολέπτου αλλά, σε αυτή την περίπτωση η πρώτη ομάδα ψηφίων μετρούσε χρόνια, μα ναι, χρόνια, ημέρες, ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα, εκατοστά. Τι θα μπορούσε να μετράει κανείς για χρόνια; Τι θα συνέβαινε σε μόλις εφτά ώρες και σαράντα λεπτά, σκάρτα; Θα τελείωνε ή θα ξεκινούσε κάτι και πόσο σοβαρό ήταν;
Ακούμπησα τα χαρτιά μου στο γραφείο, τράβηξα την καρέκλα και κάθισα μπροστά στις οθόνες. Κούνησα το ποντίκι για να φύγει η προφύλαξη οθόνης, ένα όμορφο κινούμενο διαστημικό θέμα, αλλά μάταια. Χτύπησα σπαστικά και με αυξανόμενη πίεση μια, δυο, τρείς το enter, τίποτα. Τότε συνειδητοποίησα ότι αυτό που έβλεπα, δεν ήταν προφύλαξη οθόνης. Μπροστά μου είχα το σύμπαν του Βαγγέλη!
Μπορούσα να μετακινήσω τον κέρσορα από οθόνη σε οθόνη, μπορούσα να πλησιάσω ή να απομακρυνθώ από σημείο, να περιηγηθώ μέσα στο σύμπαν προς οποιαδήποτε διεύθυνση απλά κάνοντας τις κλασικές κινήσεις που μηχανικά έχουμε μάθει να κάνουμε με το ποντίκι. Ήταν μαγικό! Έμεινα με τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη και ένα χαζό χαμόγελο στην αξύριστη μούρη μου, ταξιδεύοντας σε ένα τοπίο απίστευτης διαύγειας, μεγέθους, λεπτομέρειας, άγριας ομορφιάς. Σφαίρες διαφόρων μεγεθών, άλλες πύρινες, άλλες πολύχρωμες κι άλλες παγωμένες ή σκοτεινές περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου, σύννεφα που όσο πλησίαζα έσπαζαν σε εκατομμύρια αστέρια, μαύροι βράχοι που εμφανίζονταν ξαφνικά στο οπτικό μου πεδίο, φωτεινές εκρήξεις που φώτιζαν το χώρο κι έλειωναν ότι βρισκόταν στη γειτονιά τους, αστέρια που στροβιλίζονταν απεγνωσμένα πριν εξαφανιστούν σε σκοτεινά κενά στο χώρο, αλλεπάλληλες και ασταμάτητες συγκρούσεις πότε μεμονωμένων σωμάτων πότε ομάδων ή σμηνών αποτελούμενων από χιλιάδες ή εκατομμύρια αστέρια, πίδακες ύλης ή ακτινοβολίας, αναδιπλώσεις ή πτυχές, νεφελώματα και νέφη, χρώματα πολλά, κενό πολύ και απεραντοσύνη και ησυχία, απόλυτη ησυχία. Τόση που μπορούσα να ακούσω την ανάσα μου, τον ήχο του αίματος καθώς κυλούσε με δύναμη στα μηνίγγια μου, τους χτύπους της καρδιάς μου ή τον αέρα περνούσε από τα ρουθούνια μου και κατέβαινε ορμητικά στα πνευμόνια μου.
Πέρασα σχεδόν μια ώρα, το χρονόμετρο αντίστροφης μέτρησης έδειχνε 6:57 και κάτι ψιλά όταν σήκωσα τα μάτια από τις οθόνες και ανάσανα κανονικά. Σηκώθηκα και περπάτησα ως το θολό τζάμι, προσπάθησα να δω μέσα, δεν τα κατάφερα, άπλωσα να ανοίξω την πόρτα αλλά δίστασα, έκανα μεταβολή, έκλεισα την πόρτα πίσω μου, κλείδωσα κι έβαλα το κλειδί στην τσέπη μου, διέσχισα με γοργό βήμα το εργαστήριο και τον μακρύ διάδρομο και βγήκα στην αυλή με φόρα.
Το δυνατό φως του ήλιου έκανε τα μάτια μου να πονέσουν και τα μισόκλεισα σηκώνοντας ταυτόχρονα το αριστερό μου χέρι. Στο γρασίδι, στις καρέκλες, στα παγκάκια λιάζονταν δεκάδες παιδιά και κάποιοι διδάσκοντες. Πέρασα με διστακτικά βήματα ανάμεσά τους, πάντα είχα θέματα με την πολυκοσμία. Εδώ που τα λέμε, πάντα είχα θέματα με τους ανθρώπους. Στον πάγκο του καφέ περίμενα τη σειρά μου και παρήγγειλα έναν εσπρέσο κι έναν μεγάλο, δυνατό,  μαύρο καφέ σε πλαστικό. Ήπια τον έναν επί τόπου και πήρα τον άλλον μαζί μου κάνοντας την ανάποδη διαδρομή. Είχα την αίσθηση ότι καθώς περνούσα ανάμεσα στον κόσμο, οι συζητήσεις σταματούσαν και γύριζαν όλοι να με κοιτάξουν. Διέσχισα βιαστικά την αυλή, διάβηκα την μικρή μεταλλική πόρτα και περπάτησα γρήγορα τον μακρύ και υποφωτισμένο από βρώμικα παράθυρα και ασθενικές λάμπες διάδρομο μέχρι την ασφάλεια του εργαστηρίου.
Στον πάγκο με τα πλακάκια υπήρχε μια βρύση. Ακούμπησα το χάρτινο ποτήρι κάπου κι έριξα άφθονο νερό στο πρόσωπό μου. Τρόμαξα όταν αντίκρισα το πρόσωπό μου στον θολό και ξεφτισμένο καθρέφτη που ήταν βιδωμένος στον τοίχο πάνω από τη βρύση. Τα μάτια μου ήταν κατακόκκινα με μαύρες σακούλες από κάτω, ήμουν αξύριστος, αχτένιστος, πραγματικός αγριάνθρωπος. Καθόλου παράξενο να με κοιτάζουν περίεργα στην αυλή.
Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε, άρχισα να ιδρώνω, παρά το γεγονός ότι ο χώρος ήταν κλιματιζόμενος, και να ανασαίνω με δυσκολία. Ακολουθώντας μια ηλίθια παρόρμηση, κλείδωσα το εργαστήριο πριν ανοίξω την πόρτα-που-ήταν-για-χρόνια-κλειστή. Ο μικρός χώρος με τις οθόνες μου φάνηκε σαν τάφος και το ρολόι που μετρούσε ανάποδα γέμιζε το μυαλό μου με όλες τις φοβίες που ξεπερνούσα κατά καιρούς με μπίρες, κυνισμό, επιθετικότητα, μισανθρωπισμό χωριστά ή σε συνδυασμό, ανάλογα με το τι είχα εύκαιρο από το παραπάνω οπλοστάσιο. Βγήκα έξω ξανά, έψαξα την τσάντα μου και ήπια με μια γενναία γουλιά μαύρο καφέ, τρία χαπάκια μαζεμένα από εκείνα τα της χαράς που μου είχε συνταγογραφήσει κάποτε ένας φίλος  γιατρός. Τώρα ήμουν έτοιμος.
- 00:000:06:21:17:632
Πήρα βαθιά ανάσα, πίεσα το πόμολο προς τα κάτω κι έσπρωξα αποφασιστικά την πόρτα.
Το δωμάτιο ήταν δίδυμο της αίθουσας για τους φοιτητές μόνο που οι τοίχοι είχαν ενισχυθεί κι εδώ εσωτερικά με οπλισμένο σκυρόδεμα, τα τζάμια των τεσσάρων παραθύρων ήταν βαμμένα με άσπρη μπογιά και από τη μέσα τους πλευρά είχαν τοποθετηθεί πυκνά κάγκελα. Από το ψηλό ταβάνι κρέμονταν σε διάταξη τέσσερεις στήλες επί πέντε σειρές φώτα και αντιστοιχούσε μια σειρά σε κάθε κενό ανάμεσα στα παράθυρα, μόνο που τώρα ήταν όλα σβηστά και παρ’ όλα αυτά, δεν χρειαζόσουν φως. Τον τοίχο περιμετρικά της αίθουσας διέτρεχε κοίλη ματ μεταλλική ράβδος καλυμμένη με φυμέ τζάμι που αν κοίταζες προσεκτικότερα θα έβλεπες ότι προστατεύει σειρά από κάμερες στραμμένες όλες προς το εσωτερικό της αίθουσας.  Οι τοίχοι κατά τα λοιπά ήταν γυμνοί και στο χώρο δεν υπήρχε ούτε ένα αντικείμενο πέρα από μια μηχανή προβολής ολογραμμάτων ακριβώς στο μέσο του δαπέδου και ελάχιστα υπερυψωμένη από αυτό. Όλος ο χώρος ήταν μια τρισδιάστατη οθόνη στην οποία προβάλλονταν η εικόνα που έβλεπα λίγο πριν στις οθόνες.
Έμεινα ακίνητος, σπρώχνοντας απαλά την πόρτα πίσω από την πλάτη μου. Πριν ακούσω τον χαρακτηριστικό ήχο του κλεισίματος γύρισα πανικόβλητος. Ουφ! Ευτυχώς είχε και από μέσα πόμολο. Στράφηκα πάλι προς το εσωτερικό. Εδώ, μπροστά μου,  μπροστά στα ανάξια μάτια μου, γεμίζοντας το δωμάτιο από άκρη σε άκρη, απλωνόταν το μεγαλείο του σύμπαντος του Ευάγγελου, ή τουλάχιστον ένα μέρος αυτού. Σταμάτησα αποσβολωμένος μην τολμώντας καν να ανασάνω, πόσο μάλλον να κινηθώ, μην και η ανάσα μου ή το χέρι μου βγάλει από την τροχιά του κάποιον γαλαξία ή διαλύσει έναν μικρό κόσμο που ταξιδεύει σαν κόκκος σκόνης παγιδευμένος σε δέσμη φωτός.
Έπειτα παρατήρησα έναν ήλιο με όλη του την ακολουθία να περνά μέσα από ένα από τα κρεμασμένα σκαφάκια με τις σβηστές λάμπες και συνειδητοποίησα ότι μπροστά μου δεν είχα παρά την προβολή ενός σύμπαντος που ζούσε και μεγάλωνε «κάπου άλλου» και που η δική μου πραγματικότητα, τουλάχιστον αυτή σε τούτο το δωμάτιο, δεν επηρέαζε ουδόλως τη δική του. Ξεθάρρεψα και μπήκα στο δωμάτιο κάνοντας σαν παιδί που ανακάλυψε έναν κουβά με πολύχρωμους βόλους, τους έχυσε στο πάτωμα και παίζει με αυτούς. Άπλωσα το χέρι κι έπιασα ένα σώμα με δαχτυλίδια σαν του Κρόνου, έπιασα τρόπος του λέγειν, πώς να πιάσεις έναν αντικατοπτρισμό; Μια εικόνα που είναι και δεν είναι; Άνοιξα τα χέρια και «πέταξα» μέσα στο σύμπαν, αγκάλιασα μαύρες τρύπες, χάιδεψα τις σπείρες κάποιου γαλαξία, έβαλα την καρδιά μου εκεί που έσκαγε ένα σουπερνόβα και μπήκα ανάμεσα σε δυο γαλαξίες που βρίσκονταν σε τροχιά σύγκρουσης.
Δεν ξέρω μετά από πόση ώρα παιχνίδι πρόσεξα ότι οι κινήσεις μου, τουλάχιστον κάποιες από αυτές, επηρέαζαν την εικόνα γύρω μου αλλά χρειάστηκα μόλις λίγα λεπτά για να καταλάβω ότι μπορούσα να ελέγξω την προβολή με χειρονομίας, πολλές από τις οποίες έρχονται από τη χρήση των κινητών τηλεφώνων κάποιας εποχής: ανοίγω τα χέρια από μέσα προς τα έξω και ζουμάρω, «πιέζω» κάπου, συγκρατώ, σύρω κι αποθέτω, συγκλίνω τα χέρια και ξεζουμάρω. Σύντομα κατάφερα να έχω ακόμα και την εικόνα ενός πλανήτη ή μέρος αυτού να γεμίζει το δωμάτιο ή να τρέχω στην επιφάνειά του. Προσπάθησα να κάνω το ανάποδο, να «ανοίξω» το οπτικό μου πεδίο όσο περισσότερο μπορούσα, να χωρέσω όλο το σύμπαν στο μικρό εργαστήριο αλλά μου ήταν φοβερά δύσκολο. Οι ομάδες σωμάτων, οι μικρές γειτονιές γαλαξιών έμοιαζαν να απομακρύνονται ταχύτατα από αυτό που θα μπορούσε να ονομάσει κανείς «κέντρο» του σύμπαντος. Όσο περισσότερο μεγάλωνα τον παρονομαστή στην κλίμακα, τόσο η ταχύτητα απομάκρυνσης έδειχνε να μεγαλώνει. Το σύμπαν μεγάλωνε και μεγάλωνε ταχύτατα. Μα ναι! Το σύμπαν διαστελλόταν και μου ήταν αδύνατο να παρακολουθήσω αυτή τη διαστολή! Αντίθετα, μου ήταν ευκολότερο να παρατηρώ μικρές περιοχές, βοστρύχους γαλαξία ή ηλιακά συστήματα ή καλύτερα μεμονωμένους πλανήτες από αυτούς που βρίσκονται κατά δισεκατομμύρια προς κάθε κατεύθυνση. Τελικά, αν βρίσκεσαι στο σωστό σημείο, αν στέκεσαι στη σωστή θέση σε σχέση με το αντικείμενο που παρατηρείς, αν έχεις το ανάλογο μέγεθος και αρκετό χρόνο στη διάθεσή σου, το σύμπαν έχει ελάχιστα μυστικά που να μη μπορεί να σου αποκαλύψει.
Έχοντας το κεφάλι μου γεμάτο πληροφορίες, κι έχοντας παίξει με τον Κόσμο για πολύ ώρα, ξάπλωσα στο πάτωμα, άνοιξα τον ορίζοντα μικραίνοντας την κλίμακα όσο πιο πολύ άντεξαν τα χέρια μου να εκτελούν την κατάλληλη χειρονομία κι έκατσα εκεί να απολαμβάνω το μοναδικό θέαμα. Ένα αστέρι με πλησίαζε γρήγορα και μεγάλωνε αφύσικα μέχρι που ήρθε κι έσκασε σχεδόν μπροστά στο πρόσωπό μου κι ήταν αυτή η ξαφνική έκρηξη φωτός σαν να φώτισε τα πάντα γύρω μου. Πετάχτηκα όρθιος. Μα ναι! Ο χρόνος και η σχετικότητα, το μέγεθος, η βαθμονόμηση του μοντέλου, το σύμπαν μεγάλωνε υπερβολικά γρήγορα, ο σχετικός χρόνος ποιος ήταν; έπρεπε να ψάξω το Ευαγγέλιο του Ευάγγελου, το ρολόι, το ρολόι που μετρούσε ανάποδα μετρούσε το τέλος του σύμπαντος; Πως όμως; Πως το υπολόγισε; ‘Έπρεπε να ψάξω τα χαρτιά.
- 00:000:03:19:31:114
Βγήκα στη μικρή αίθουσα με τις οθόνες κι άνοιξα γρήγορα τις σημειώσεις του Ευάγγελου. Δεν άργησα να βρω ότι μια από τις βασικές παραδοχές που είχαμε κάνει όταν στήσαμε το μοντέλο ήταν ότι η σχετικότητα του δικού μας χρόνου και αυτού του μοντέλου θα είναι ένα προς ένα δισεκατομμύριο. Αυτό σημαίνει ότι ένας χρόνος δικός μας, με εμάς ως ακίνητους παρατηρητές, θα αντιστοιχεί σε ένα δισεκατομμύριο χρόνια στο συμπαντικό μας μοντέλο. Έπιασα το κομπιουτεράκι κι ένα στυλό από την τσάντα μου, σημειώνοντας στο περιθώριο μιας σελίδας:
Ένας  χρόνος δικός μας αντιστοιχεί σε ένα δισεκατομμύριο χρόνια στο μοντέλο, άρα μια ημέρα μας αντιστοιχεί σε 2.739.726, μια ώρα σε 114.155, ένα λεπτό σε 1.903 ενώ 32 χρόνια, μια γενιά δηλαδή,  διανύονται σε ένα δευτερόλεπτο! Το σύμπαν μας, το σύμπαν του Ευάγγελου τρέχει και τρέχει πολύ γρήγορα. Κοίταξα έντρομος τα δευτερόλεπτα να πέφτουν ταχύτατα στην αντίστροφη μέτρηση που ακόμα δεν ήξερα τι μετρούσε.
Διάβαζα γρήγορα τις σημειώσεις, πότε διαγώνια, πότε με λεπτομέρειες μην και ανακαλύψω κάτι, μέχρι που το είδα μπροστά μου: στην αρχή κάθε σημείωσης υπήρχε ημερομηνία και πηγαίνοντας αντίστροφα, διαπίστωσα ότι έχουν περάσει σχεδόν δεκαπέντε χρόνια, δεκατέσσερα, οχτώ μήνες και τρεις ημέρες για την ακρίβεια από την στιγμή που ο Βαγγέλης έτρεξε το μοντέλο και ξεκίνησε την περιπέτεια του σύμπαντος κόσμου. Μα ναι! Πως δεν το κατάλαβα; Το ρολόι σημαδεύει τη στιγμή που ο χρόνος του μοντέλου θα διασταυρωθεί με τον δικό μας. Το σύμπαν μας εκτιμάται ότι υπάρχει για λίγο λιγότερα από 15 δισεκατομμύρια χρόνια πάνω κάτω, το σύμπαν του Ευάγγελου μετρά σχεδόν δεκαπέντε χρόνια ζωής και σε τρεις ώρες από τώρα, το είδωλο θα προσπεράσει την πραγματικότητα. Κάθε δευτερόλεπτο από εκεί και μετά θα είναι ματιά στο σχετικό μέλλον κι αν υπάρχουν ομοιότητες ή ταυτόσημες πορείες ανάμεσα στους δυο κόσμους, ανάμεσα στον πραγματικό και στο είδωλο, τότε κάθε θετικό δευτερόλεπτο θα είναι αποκάλυψη του μέλλοντος του δικού μας σύμπαντος!
Ένοιωσα ενθουσιασμένος! Ήθελα να βγω έξω, να φωνάξω, να κλάψω, να αγκαλιάσω ανθρώπους αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω, τουλάχιστον όχι ακόμα, τουλάχιστον όχι μέχρι να γνωρίζω τι και πως θα ανακοινώσω, έπρεπε να βιαστώ είχα πολύ δουλειά μπροστά μου και χρειαζόμουν βοήθεια. Μόνος μου δεν θα κατάφερνα πολλά πράγματα, σχεδόν τίποτα.
Η απόσυρση του βάρους της αντίστροφης μέτρησης απελευθέρωσε το μυαλό μου και μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω ότι πεινάω. Κλείδωσα με τη σειρά τις πόρτες και ήρεμος καβάλησα τη μηχανή ως το μπεργκεράδικο κοντά στο Πανεπιστήμιο όπου πηγαίναμε κάποιες φορές με τον Ευάγγελο. Πρόσεξα ότι κάθε φορά πια που το μυαλό μου «τρέχει» σε αυτόν, δεν είναι Βαγγέλης αλλά Ευάγγελος. Πότε συνέβη αυτή η αλλαγή; Υποθέτω σήμερα, ναι σήμερα, κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ανακάλυψης του μεγαλείου του σύμπαντος.
Γέμισα ένα δίσκο με πατάτες τηγανητές, διπλό μπέργκερ με μπέικον και μισό λίτρο κόλα. Το μαγαζί ήταν άδειο και η μουσική που κάλυπτε το χώρο ήταν ιδανική για να αφήσει κάποιος το μυαλό του να ταξιδέψει. Κοιτούσα αφηρημένος τον δίσκο μου και είχα έντονη την αίσθηση ότι κάτι δεν ταίριαζε, κάτι δεν ήταν «όπως πρέπει». Μα φυσικά! Η κόλα! Πάντα μπίρα έπαιρνα και πάντα ο Ευάγγελος γκρίνιαζε. Είναι πραγματικά παράξενο πως «αισθανόμαστε» το λάθος πριν καν το συνειδητοποιήσουμε, σαν ένα deja vu ορθότητας να βάζει σε λειτουργία ένα πρόωρο σύστημα συναγερμού που μας κρατά σε εγρήγορση, να όπως αυτό με τη μπίρα ή ετούτο πάλι που ο θάνατος του Ευάγγελου κάπου δεν κολλούσε, δεν ταίριαζε. Είχε «στήσει» το σύμπαν εδώ και σχεδόν δεκαπέντε χρόνια. Το μελετούσε ολομόναχος, δεν είχε μιλήσει σε κανέναν και ξαφνικά, τρεις μέρες πριν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα ένοιωσε την ανάγκη να μου μιλήσει; Γιατί; Τι συνέβη ώστε να αλλάξει έτσι άρδην; Τι ήταν εκείνος ο χείμαρρος ακατάληπτων λέξεων που ξεπηδούσαν μέσα από την τηλεφωνική μας γραμμή εκείνο το μοιραίο βράδυ, εκείνη η κλιμακούμενη έξαψη που τελικά τον οδήγησε στην ανακοπή; Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να θυμηθώ.
Έφαγα χωρίς ιδιαίτερο κέφι κι επέστρεψα στο εργαστήριο με μια αίσθηση ανικανοποίητου. Στάθηκα στον μικρό χώρο όπου η καρδιά του φίλου μου είχε σταματήσει, δύο μέρες πριν. Κάτι είχε ανακαλύψει που τον συγκλόνισε. Προσπάθησα να θυμηθώ τα λόγια του αλλά δεν έβγαλα νόημα και τότε θυμήθηκα το σημείωμα που είχα βγάλει από το χέρι του. Που το είχα; Α, νάτο! Στην κωλότσεπη! Το ξεδίπλωσα προσεκτικά και τώρα όλα ήταν καθαρά. Κάτω από το φως των όσων έμαθα από χτες το βράδυ μέχρι τώρα, όλα είχαν ένα νόημα. Οι αριθμοί και οι ισότητες ήταν οι υπολογισμοί του χρόνου, κάπου είχε σημειώσει καινοζωικός και αναφερόταν στον γεωλογικό αιώνα που διαρκεί περίπου 70 εκατομμύρια χρόνια ή 25 ημέρες αντίστοιχα στο σύμπαν του Ευάγγελου. Είναι προφανές ότι ο Ευάγγελος έψαχνε ζωή, μα που; Στο εικονικό σύμπαν; Κι αν τη βρήκε; Μήπως αυτό ήταν τελικά εκείνο που τον σκότωσε; Τότε αποκτούν νόημα και τα όσα ακατάληπτα μου έλεγε για αμαρτίες και θεούς και σύμπαντα λίγο πριν πεθάνει. Αλλά, αλήθεια, ακόμα κι αν βρήκε ζωή, σε ποιο σημείο του χάους θα έπρεπε να ψάξω για να την ανακαλύψω; Που θα έπρεπε να κοιτάξω;
Είμαι βέβαιος ότι ο Βαγγέλης, αν είχε ανακαλύψει ζωή θα είχε φροντίσει να καταγράψει τη θέση του ουράνιου σώματος στο οποίο τη βρήκε και έτσι ξεκίνησα να ψάχνω στα χαρτιά που βρήκα πεταμένα γύρω του τη μοιραία βραδιά. Σύντομα, είχα καταφέρει να βρω τα πάντα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ευάγγελου, από τη θέση «ηρεμίας» της προβολής του σύμπαντος, τη στιγμή που ο χρόνος θα γινόταν μηδέν, ο πλανήτης στον οποίο είχε ανακαλύψει ζωή, θα βρισκόταν στο επίπεδο που ορίζεται από την γραμμή που ενώνει την τρίτη λάμπα της δεύτερης σειράς με το τέταρτο παράθυρο από την πόρτα και την κάθετη προβολή της στο δάπεδο. Το έγραφε εξάλλου και το σημείωμα στο χέρι που νόμιζα ότι ήταν απλά μια σημείωση για να αλλάξει μια λάμπα.
- 00:000:00:49:22:001
Μπήκα με φόρα στην μικρή αίθουσα κι έπειτα στο ολόγραμμα χωρίς να φροντίσω να κλείσω καμιά πόρτα και αφού βρήκα τα σημάδια, χάραξα την πορεία μου. Πρώτα έψαξα για ηλιακά συστήματα σε γειτονιές αστέρων που ταιριάζουν στα γήινα κριτήρια μου κι έπειτα άρχισα να «σκαλίζω» πλανήτες και πλανητοειδείς. Ήταν μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία. Στην αρχή έψαχνα λεπτομέρειες, αναζητούσα ζωή που μπορεί να κρύβεται σε νερό ή σε πάγους ή ίχνη που να φανερώνουν ζωή. Γρήγορα κατάλαβα ότι έτσι δεν θα έφτανα πουθενά και άρχισα να ψάχνω μόνο τα εμφανή σημάδια. Ίδρωσα, αγχώθηκα, πανικοβλήθηκα, γονάτισα, σύρθηκα, ξανασηκώθηκα ώσπου, ώρα μετά, κάπου χαμηλά, σχεδόν 60 πόντους από τον τοίχο και μόλις τριάντα από το δάπεδο είδα μια ομάδα πλανητών γύρω από έναν κατακίτρινο ήλιο να χορεύει ακολουθώντας τόσο οικεία σ’ εμένα βήματα που αμέσως και χωρίς να έχω καμιά ένδειξη ακόμα ήξερα ότι εκεί, σ’ εκείνον τον κόκκο σκόνης, εκεί, να, εκεί! βρίσκεται η ζωή που ψάχνω. Πλησίασα, εστίασα και ζούμαρα προσεκτικά και είδα μπροστά μου να ξεδιπλώνεται το θαύμα. Σ’ έναν γαλάζιο πλανήτη τριγυρισμένο από λευκά σύννεφα και καλυμμένο στο μεγαλύτερο μέρος του με νερό, μπόρεσα να δω μια επιφάνεια να αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς, γεμάτη με πράσινα φυτά και ρέοντα ύδατα και σημάδια της παρουσίας ζώντων οργανισμών και … ίσως δείγματα παρουσίας ανθρώπων, έργα ανθρώπων τόσο εφήμερα και τόσο εφήμερων που δύσκολα μπορούσα να δω τους ίδιους αλλά μάντευα την παρουσία τους. Παρ’ ότι ζούμαρα ως την επιφάνεια, η σχετικότητα του χρόνου και η ταχύτητα μεταβολής του περιβάλλοντος δεν μου επέτρεπε να αντιληφθώ λεπτομέρειες αλλά η ζωή ήταν εδώ, δονούμενη, αναπτυσσόμενη, ανθούσα.
Σηκώθηκα έντρομος. Το περίμενα αλλά δεν μπορούσα να διαχειριστώ το γεγονός. Πισωπάτησα αργά, και βγήκα στο χολ.  
- 00:000:00:08:47:661
Ένοιωθα τα γόνατά μου κομμένα, το στομάχι μου κόμπο και το κεφάλι μου να γυρίζει σαν σβούρα. Το αίσθημα του κενού, ανάμικτο με φόβο, θαυμασμό, δέος, απορία μ’ έκαναν να νοιώθω άρρωστος. Απλά. Αναζήτησα με τα μάτια την καρέκλα και σωριάστηκα πάνω της. Πόση ώρα στεκόμουν εκεί, ακίνητος; Πόση ώρα τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στην πόρτα με το αρμέ τζάμι στο μικρό παράθυρο; Μηχανικά, κοίταξα το ρολόι της αντίστροφης μέτρησης. Μόλις 3 λεπτά! Έκλεισα τα μάτια μου μήπως μπορέσω να βάλω σε μια τάξη όλα όσα περνούσαν σαν αστραπές από το νου μου. Μια βρύση έσταζε κάπου κοντά, κάποια πόρτα χτυπούσε ρυθμικά παγιδευμένη σε μόνιμο ρεύμα αέρα, το ρολόι τοίχου πάνω απ’ το κεφάλι μου ανακοίνωνε τα λεπτά, ένα τηλέφωνο κουδούνιζε στο βάθος.
Μπήκα ξανά στο δωμάτιο, πλησίασα και ζούμαρα στον πλανήτη μου. Τώρα πια η παρουσία ανθρώπων ήταν παραπάνω από εμφανής. Έκατσα κι έβλεπα την ιστορία να δημιουργείται σε γρήγορη κίνηση. Στην αρχή μικροί οικισμοί, έπειτα μεγαλύτεροι, και πιο πολύπλοκες κατασκευές κι αν ζούμαρα αρκετά, σκιές σε πολύ γρήγορη ταχύτητα να εμφανίζονται και να χάνονται και να πολλαπλασιάζονται. Θυμήθηκα τη σχέση, κάθε λεπτό δικό μας σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια δικά τους. Δικά τους. Ποιών; Αυτών εκεί κάτω, τριάντα εκατοστά από το δάπεδο κι εξήντα από τον τοίχο. Σ’ εκείνο τον κόκκο άμμου. Το στομάχι μου δεν άντεξε, γύρισα κι έκανα εμετό. Έτρεξα έξω. Άραγε σκέφτονται, αισθάνονται, αγαπούν, πονούν, ελπίζουν; Το σίγουρο είναι ότι ζουν και πεθαίνουν, δημιουργούν άρα ονειρεύονται. Μα, φτιάχνουν ζωή τα ηλεκτρονικά κυκλώματα; Αδύνατο να το διαχειριστώ, θα χρειαστώ χρόνο, πολύ χρόνο. Και μπίρες, ναι, μπίρες.
- 00:000:00:01:16:031
  Τι είχαμε κάνει; Σε λιγότερο από ένα λεπτό θα έμπαινα στο μέλλον. Σε δυο ώρες θα ήξερα το μέλλον σε βάθος διακοσίων χιλιάδων χρόνων, αύριο τέτοια ώρα θα βρισκόμουν δυο εκατομμύρια χρόνια βαθιά στο αύριο. Έτρεξα ξανά μέσα, έσκυψα πάνω από τη μικρή μου σφαίρα, υπήρχαν ήδη κατασκευές στον αέρα γύρω από τον μικρό πλανήτη. Τα μάτια μου θόλωσαν, βγήκα ξανά έξω. Κανείς μα κανείς δεν δικαιούται τέτοια γνώση, σκέφτηκα, κανείς δεν μπορεί να διαχειριστεί τέτοια αλήθεια. Κανείς δεν μπορεί να παραστήσει το θεό ενώ δεν έχει το σθένος, την συναισθηματική ωριμότητα, τη δύναμη να το κάνει.
- 00:000:00:00:36:117
Έκλαιγα, ούρλιαζα, χτυπιόμουν, το ρολόι απειλητικά πλησίαζε στο μηδέν, ετοιμαζόταν να αναδυθεί από τα βάθη του παρελθόντος στο άγνωστο του μέλλοντος, να φύγει από αυτό που ήταν και δεν είναι πια, από αυτό που μπορεί να μη γνωρίζουμε ακριβώς τη διαδρομή του αλλά ξέρουμε την κατάληξή του, κι αυτή είμαστε εμείς και όσα μας περιβάλουν και είμαστε εδώ και είναι τώρα, σε αυτό που δεν ξέρουμε ούτε τι είναι ούτε πως. Στο εντελώς άγνωστο και σαν πορεία και σαν κατάληξη. Κάθε δευτερόλεπτο φέρνει μια γνώση το βάρος της οποίας κανένας άνθρωπος δεν μπορεί και δεν πρέπει να σηκώσει πριν την κατάλληλη ώρα και με τον κατάλληλο ρυθμό. Πόσο μάλλον εγώ. Γιατί Βαγγέλη, γιατί ρε Βάγγο, γιατί μου τόκανες αυτό; Χτύπησα με δύναμη τη γροθιά μου στον πάγκο του γραφείου. Ξανά και ξανά και ξανά μέχρι που οι αρθρώσεις μου μάτωσαν.
- 00:000:00:00:9:099
Σήκωσα το κεφάλι αλαφιασμένος. Τα μάτια μου ήταν κατακόκκινα, το ένοιωθα, στα γένια μου υπήρχαν σημάδια από τον εμετό, τα χαρακτηριστικά μου είχαν τραβηχτεί από τον τρόμο, την οργή και τον πόνο, τα μαλλιά μου ήταν ανακατεμένα και πετούσαν προς κάθε κατεύθυνση, σαν φίδια που φυτρώνουν από κεφάλι μέδουσας αλλά όλο μου το παρουσιαστικό έδειχνε μια τρομακτική, μια ζωώδη, μια υπερφυσική κι απάνθρωπη αποφασιστικότητα. Κοίταξα γύρω μου, βρήκα τον ηλεκτρικό πίνακα, τον πλησίασα, άνοιξα την πόρτα κι έπιασα τον κεντρικό διακόπτη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Συνήθιζαν να κάθονται στις αναπαυτικές πολυθρόνες, στη μεγάλη βεράντα που βλέπει στη θάλασσα τις νύχτες χωρίς φεγγάρι και να κοιτούν την μαγευτική απεραντοσύνη του ουρανού με τον τεράστιο πλούτο των ουράνιων σωμάτων και τα τόσα μυστήρια. Συνήθιζαν επίσης να διαφωνούν για την προέλευση αυτής της ομορφιάς. Εκείνη επέμεινε για την ύπαρξη θεού ο οποίος συνειδητά σχεδίασε τα πάντα κι επέβλεπε την εξέλιξή τους χωρίς να παρεμβαίνει παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Εκείνος ήταν βέβαιος ότι όλα ήταν αποτέλεσμα τύχης και ότι ο μόνος θεός είναι η φύση και οι ίδιοι είναι παιδιά της φύσης άρα θεοί· κι οι δυο ήξεραν ότι κανενός από τους δύο η ζωή δεν θα ήταν αρκετή για να μάθουν ποτέ την αλήθεια. Ίσως τα παιδιά τους ή τα παιδιά των παιδιών τους, ίσως κάποιοι άλλοι άνθρωποι, πιο έξυπνοι και πιο προοδευμένοι από αυτούς σε κάποια από τα εκατομμύρια των εκατομμυρίων άστρα να πλησίαζαν συντομότερα την αλήθεια. Ήταν τότε που τα ποτήρια γέμιζαν για δεύτερη φορά και η ένταση των συζητήσεων περνούσε από το μυαλό στο σώμα και ο ηλεκτρισμός γινόταν ερωτική έλξη και ήταν ακριβώς τότε που εκείνος της έλεγε «αγάπη μου, πάμε να χτίσουμε την προσωπική μας αιωνιότητα» κι εκείνη τη στιγμή, αυτή σηκωνόταν κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος του απλώνοντας το χέρι της· εκείνη τη στιγμή της προσμονής της απερίγραπτης ευτυχίας.... 

Τι είναι στιγμή στο χρόνο; Σε τι διαφέρει η στιγμή σε ένα σύμπαν όπου ένα κλάσμα του δευτερολέπτου είναι ένα κλάσμα του δευτερολέπτου από ένα άλλο όπου ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ισοδυναμεί με 116 ημέρες; Η στιγμή δεν είναι χρόνος, είναι μια ρωγμή στη συνέχεια, μια χαρακιά χωρίς διαστάσεις, ένα σκίσιμο στο πέπλο του σύμπαντος όπου η διάρκεια δεν ορίζεται. Αυτή τη ρωγμή συνάντησε το χέρι της κι έμεινε μετέωρο και την επόμενη στιγμή δεν υπήρχε τίποτα, απολύτως τίποτα και την αμέσως προηγούμενη υπήρχαν τα πάντα. Κι ήταν εκείνη η ρωγμή σαν ένα χέρι που κατεβάζει έναν διακόπτη και σβήνει το φως του Κόσμου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στεκόμουν με απλωμένο το χέρι και ζητούσα λίγα κέρματα να αγοράσω μια μπίρα. Δεν πείραζα κανέναν, ζητούσα λίγα κέρματα να αγοράσω μια μπίρα. Παρέες από πιτσιρικάδες μου φέρνανε κουτάκια και μ’ έβαζαν να τους λέω την ιστορία του θεού Ευάγγελου και της μυστηριώδους Μαρίας Μανταλένας που τον καθάριζε, για το ιερό βιβλίο με τις διακόσιες τριάντα έξι συν μια σελίδες, για τον σατανά με τα κόκκινα μάτια και τα φίδια στα μαλλιά που μπήκε στο σώμα μου για να καταστρέψει τον κόσμο εκμεταλλευόμενος την προσωρινή απουσία του Ευάγγελου που μόνο τρεις μέρες έλειψε, είχε ανέβει για λίγο στον ουρανό να πάρει οδηγίες, αλλά δεν πρόλαβε να γυρίσει έγκαιρα, για τους καλούς κυρίους που με περιμάζεψαν και με φροντίζουν εδώ, πίσω από αυτά τα ψηλά κάγκελα. Τις περισσότερες φορές γελούσαν και γελούσα κι εγώ μαζί τους, άλλες με έλουζαν με μπίρα και πάλι γελούσαν και γελούσα κι εγώ μαζί τους μέχρι αργά το απόγευμα που έμπαινα στο δωμάτιό μου πριν πέσει ο ήλιος και δεν κοίταζα ποτέ στον ουρανό, ποτέ, ποτέ εκεί που πλέουν οι βόλοι των θεών που παίζουν με τις ζωές μας.

Έξοδος

Κάπου σε κάποιο ηλεκτρικό κύκλωμα, σε κάποιο ταπεινό μαγνήτη, η ανάμνηση μιας ζωής και μιας εξέλιξης ένα αχνό αποτύπωμα πολιτισμού περιμένει τη στιγμή να εμφανιστεί στο μέλλον σαν μαζική ανάμνηση, σαν ένστικτο, σαν συνείδηση της ύπαρξης, σαν deja vu σε έναν καινούργιο αντικατοπτρισμό, σε μια νέα προβολή ενός εικονικού κόσμου και να αποτελέσει την έμπνευση για τη συγγραφή μιας νέας κοσμογονίας αντάξιας του μεγαλείου των ανθρώπων και των θεών τους. 

Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

Οι Ζωές της Κατίνας

Αλιευμένη στο διαδίκτυο  http://jenniferphotographyclass.blogspot.gr/
1.

- Έλα κορίτσι μου, έλα αγάπη μου να φάμε το πρωινό κι ύστερα έχω κανονίσει κομμωτήριο, ναι;

Η Κατίνα οπλισμένη με υπομονή και με βλέμμα γεμάτο στοργή, προσπαθούσε να επαναφέρει στο σήμερα, στο τώρα, στο εδώ την ηλικιωμένη γυναίκα απέναντί της που έδειχνε να αιωρείται ανάμεσα στο πουθενά και στο τίποτα, με τα μάτια καρφωμένα στο κενό, όπως συχνά συνέβαινε τελευταία.

Το μεγάλο δυτικό μπαλκόνι ήταν σκεπασμένο με ένα λουλουδάτο τεντόπανο και περιμετρικά στα κάγκελα υπήρχαν μεγάλες γλάστρες με λογής φυτά, τοποθετημένες με τάξη και σχέδιο στη σειρά. Έβλεπες φίκους, γιασεμιά, νυχτολούλουδα και γεράνια, λαντάνες, κατιφέδες, ορτανσίες και αναρριχώμενες τριανταφυλλιές και πιπεριές και βασιλικούς και ρόζμαρι ως και λεμονίτσες που το χειμώνα τις τραβούσε στο απάγκιο και τις σκέπαζε με διάφανο πλαστικό. Ο πράσινος, λουλουδιασμένος αυτός φράχτης, κρατούσε μακριά τα αδιάκριτα βλέμματα και το θόρυβο της πόλης, πέντε ορόφους πιο κάτω, ενώ ταυτόχρονα έκανε την παραμονή στο χώρο ευχάριστη.

Στο στρογγυλό μεταλλικό τραπέζι, πάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο, ένας δίσκος με δυο κούπες τσάι, μερικές φρυγανιές σικάλεως χωρίς ζάχαρη, το δοχείο με τη μαργαρίνη κι εκείνο με το μέλι, ένα μεγάλο μπουκάλι με δροσερό νερό και δυο ποτήρια. Η Δέσποινα, ντυμένη στο λευκό βαμβακερό νυχτικό με τα φαρδιά μανίκια ως τον αγκώνα κι ένα πλεχτό κρεμ σάλι στους ώμους για την πρωινή δροσιά. Το καλοκαίρι ήταν παρόν και φλογερό αλλά σε αυτές τις ηλικίες, είχε κλείσει τα ογδόντα οκτώ στις 19 Μαρτίου και το είχανε γιορτάσει με προφιτερόλ από το Σεράνο, το σώμα κρυώνει μόνιμα.

- Μπράβο ομορφιά μου, να σου βάλω και λίγο νεράκι δροσερό; Είπε η Κατίνα καθώς η Δέσποινα έκοψε μια μπουκιά από τη φρυγανιά με τη μαργαρίνη και το μέλι.

Έγειρε πίσω στην καρέκλα. Προς στιγμήν και φευγαλέα, φάνηκε κούραση και απελπισία και παραίτηση στον τρόπο που άφησε το σώμα της να χαλαρώσει και τα μάτια της να περιπλανηθούν στο χώρο. Τον Οκτώβριο κλείνουν δεκαοχτώ χρόνια από τότε που για πρώτη φορά πέρασε την πόρτα της παλιάς πολυκατοικίας στη Μιχαλακοπούλου και ανέβηκε στον πέμπτο όροφο. Μερικούς μήνες πριν, τον Μάιο του 1998, είχε θάψει τον αδερφό της έπειτα από μια διετή μάχη με τον καρκίνο που την κατέβαλε σωματικά και οικονομικά και την άλλαξε αμετάκλητα, όπως τότε νόμιζε, εσφαλμένα όπως αποδείχτηκε.

2.

Εκείνη ήταν δεκαεφτά κι εκείνος εικοσιπέντε όταν έχασαν την μάνα τους κι έμειναν χωρίς στήριγμα και χωρίς κοντινό συγγενή στο χωριό. Ο πατέρας τους, ελάχιστα τον θυμόταν, είχε σκοτωθεί νωρίτερα, στον εμφύλιο. Η ζωή ήταν δύσκολη στα ορεινά φτωχοχώρια της Πελοποννήσου, ένας μακρινός θείος, ξάδερφος της μάνας τους, δικηγόρος στην Καλαμάτα, βοήθησε να προσλάβουν τον Γιώργη στην Τράπεζα Πίστεως, κλητήρα. Πούλησαν την ελάχιστη περιουσία τους και μετακόμισαν στην Αθήνα, στην Κυψέλη, σε ένα δυαράκι επί της οδού Ιωάννου Δροσοπούλου. Ο Γιώργης κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρα κι η Κατίνα στο ντιβανομπάουλο, στο χωλ.

Η Κατίνα παντρεύτηκε στα δεκαεννέα έναν γείτονα, σαραντάρη, υπάλληλο στο Υπουργείο Συντονισμού, που πέθανε έξι χρόνια μετά από εγκεφαλικό. Παιδιά δεν κάνανε, ευτυχώς. Της έμεινε η σύνταξη χηρείας για να πορεύεται και γύρισε στον αδερφό της.

Ο Γιώργης, μαλθακός, άσπρος, πλαδαρός, χωρίς νεύρο, χωρίς προσωπικότητα, μισάνθρωπος, μονόχνοτος, γυναίκα δε σταύρωσε ποτέ. Προσπάθειες διαφόρων να του προξενέψουν στην αρχή κορίτσια, αργότερα ζωντοχήρες ή χήρες, έπεσαν στο κενό. Συχνά, τα βράδια χάνονταν, συχνά επίσης γύριζε χτυπημένος αλλά η Κατίνα δε ρωτούσε ούτε γιατί ούτε πως ούτε που ούτε ποιος, μόνο του ΄λεγε «να προσέχεις Γιώργη μου, να προσέχεις, άλλον δεν έχω και τι θα γίνω αν πάθεις κάτι;».

Κάποια στιγμή θέλησε ο θεός να μπορέσουν να αγοράσουν και το δυαράκι που μέχρι τότε νοίκιαζαν κι έτσι κύλησαν τα χρόνια, με την Κατίνα να κυβερνά καλά το σπίτι και να υπηρετεί άξια τον αδερφό της. Η Κατίνα το ταμείο, τη δική της σύνταξη και όσα της έφερνε ο Γιώργης, η Κατίνα τις δόσεις, τη συντήρηση, τις επισκευές, τον εξοπλισμό, τα ψώνια, το φαγητό, το πλύσιμο, το μαγείρεμα, η Κατίνα τη φροντίδα του Γιώργη μετά από εκείνες τις εξόδους που κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτές (να προσέχεις Γιώργη μου, άλλον δεν έχω). Γκρίνια ή λόγος κακός δεν βγήκε ποτέ από το στόμα της. Θα νόμιζε κανείς ότι γεννήθηκε να υπηρετεί, να υπακούει, να υπομένει. Βόλτα και διασκέδαση δεν ήξερε τι είναι, μόνο ως τα μαγαζιά πήγαινε και στην εκκλησία την Κυριακή, μια στο τόσο για περπάτημα στο Πεδίο του Άρεως. Κάποτε, Κυριακή ήταν, άνοιξη, πήγε για καφέ στη Φωκίωνος Νέγρη όταν την πήρε ο Γιώργης σε μια από τις αποτυχημένες προσπάθειες διάφορων προξενητάδων να του γνωρίσουν γυναίκα.

Ο καρκίνος επισκέφθηκε το Γιώργη τρία χρόνια μετά τη σύνταξη σαν φυσική κατάληξη σε μια μακροχρόνια διαδικασία εγκατάλειψης και σήψης. Επί δυο χρόνια η Κατίνα ξενυχτούσε, ξεσκάτιζε, γιατροκομούσε, σκέπαζε, έτριβε, υπέμενε, υπηρετούσε, καθάριζε πληγές κι έβλεπε τον αδερφό της να λειώνει, να σβήνει, να τον καταπίνει ο πόνος και η αρρώστια τόσο ώστε να παρακαλάει στο τέλος το θεό να τον λυπηθεί – να τους λυπηθεί – και να τον πάρει κοντά του. Δυο χρόνια ξόδευε το κομπόδεμα που είχε φτιάξει στους καλύτερους γιατρούς με την ελπίδα ότι κάτι θα γίνει. Δυο χρόνια κοιμόταν με το ένα μάτι ανοιχτό, πότε στο σπίτι, πότε στο ένα νοσοκομείο, πότε στο άλλο, έτοιμη να αποκριθεί σε κάθε βογκητό, σε κάθε παρακάλι, σε κάθε απαίτηση και προσβολή και ύβρη. Οι άνθρωποι, κι οι πιο καλοί, μπορούν να χάσουν τον εαυτό τους στο μεγάλο πόνο.

Και τι θα έκανε αν πέθαινε ο αδερφός της; Τι θα έκανε όταν πέθαινε; Ποια ήταν η ζωή της; Ποιος θα τη φρόντιζε αν αρρώσταινε; Η Κατίνα είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί τη θέση της από τις ημέρες της νοσηλείας στον Άγιο Σάββα. Ήταν πενήντα επτά, ήταν γερή και όρθια σαν κυπαρίσσι αλλά ήταν γερασμένη. Ποτέ δεν υπήρξε νέα, πάντα γερασμένη ήταν. Μαθημένη να ζει μέσα από τις ζωές των άλλων, μαθημένη να υπηρετεί, ένοιωθε τη ζωή της να γκρεμίζεται και κάθε προοπτική να σβήνει από μπρος της.

Στους διαδρόμους του νοσοκομείου γνωρίστηκε με την Έφη, που είχε τη μάνα της σε διπλανό θάλαμο, εβδομήντα χρονών. Εκεί, στις μεταμεσονύχτιες εξομολογήσεις, αποδέχτηκε την πρόταση να αναλάβει να προσέχει την κυρία Δέσποινα, αν όλα πήγαιναν καλά. Στην αρχή, θα πήγαινε δυο φορές την εβδομάδα να της καθαρίζει, να βλέπει τις ανάγκες, να μαγειρεύει ένα πιάτο φαΐ, τα βασικά δηλαδή.

Ο Γιώργης πέθανε, τον έκλαψε ως όφειλε και τον έθαψε και τον πένθησε επί πεντάμηνο. Τα πράγματα πήγαν καλά για την κυρία Δέσποινα και ύστερα από τις απαραίτητες συνεννοήσεις. στις 17 Οκτωβρίου του 1998, ημέρα Σάββατο, στις 9 το πρωί ακριβώς, η Κατίνα περνούσε την πόρτα της παλιάς πολυκατοικίας επί της οδού Μιχαλακοπούλου, κοντά στο Νοσοκομείο Αλεξάνδρα, κι έπαιρνε το παλιό ασανσέρ με τη φασαριόζικη συρταρωτή πόρτα για τον πέμπτο όροφο, στο ρετιρέ.

3.

Τα δυο πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Η Δέσποινα, χήρα καθηγητού της ιατρικής, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση - είχε ιδρύσει και διηύθυνε επί σχεδόν σαράντα έτη ένα από τα μεγαλύτερα πρακτορεία ταξιδιών - προς χάριν της κόρης της, της Έφης, όχι επειδή το επέλεξε αλλά λόγω της ασθένειάς της και δεν είχε συμφιλιωθεί ποτέ με αυτό.

Εκείνο που την κατέβαλε περισσότερο ήταν αυτό που η ίδια ονόμαζε «λειτουργική αναπηρία». Η αδυναμία της να φορέσει τα σικάτα της παντελόνια, τα εντυπωσιακά φορέματα, να καθίσει σταυροπόδι και να επιδοθεί με τις ώρες σε ανούσιες συζητήσεις με τις φίλες και τις «φίλες» της, να πάει σινεμά, θέατρο, παραλία, εστιατόριο, Επίδαυρο, Ηρώδειο, εκδρομές χωρίς να νοιάζεται αν και πότε γέμισε το καταραμένο το σακουλάκι, αν μυρίζει, αν φαίνεται, αν, αν, αν… Γι’ αυτό δεν ανεχόταν την παρουσία της Κατίνας και έβριζε, κακομιλούσε, φώναζε, πετούσε πράγματα, δυστροπούσε. Όχι επειδή είχε κάτι προσωπικά μαζί της αλλά επειδή αναγκαζόταν να εξευτελίζεται μπροστά της, έχανε την ανθρώπινη αξιοπρέπειά της, γινόταν έρμαιο στα χέρια της, εξέθετε σώμα και ψυχή στα βέβηλα μάτια ενός ξένου, ενός άλλου.

Η Κατίνα πάλι έχοντας μάθει να υπηρετεί και να υπομένει στωικά και σιωπηλά, έκανε αυτό που μπορούσε και αυτό που μπορούσε ήταν το καλύτερο. Στα δυο χρόνια της αμφισβήτησης, χρησίμευσε ως σάκος του μποξ, ως σκουπιδοτενεκές, ως κυματοθραύστης των επιθέσεων προς την κόρη, τα εγγόνια, την κοινωνία, ως αναγκαστική παρέα, ως νοσοκόμα και σπάνια ως ώμος για δάκρυα, ως αγκαλιά παρηγοριάς.

Με την κλιμάκωση της ασθένειας και των αναγκών, μετακόμισε μόνιμα στο τεράστιο ρετιρέ, στο δωμάτιο υπηρεσίας που είχε μάλιστα ξεχωριστή είσοδο και ξεχωριστό ασανσέρ, νοίκιασε το δυαράκι στην Κυψέλη και άφηνε τη σύνταξη χηρείας, το ενοίκιο και το μεγαλύτερο μέρος της αμοιβής της να σωρεύονται σε έναν τραπεζικό λογαριασμό που μόνο καταθέσεις περιελάμβανε.

Από τον τρίτο χρόνο της συμβίωσης και με την αποδοχή από τη Δέσποινα της πραγματικότητας, όλα άλλαξαν. Η Κατίνα έγινε η καλύτερη της παρέα. Έβγαιναν μαζί, κομμωτήριο, νύχια, ρούχα, καλλυντικά, καφέ, εστιατόρια, ακόμα και θέατρο κι όταν ερχόταν δύσκολες στιγμές η Κατίνα ήταν εκεί να κρατήσει ψηλά της αξιοπρέπειά της, να μην επιτρέψει τον εξευτελισμό της κι έτσι δέθηκαν με δεσμούς δυνατούς, κι έτσι αγαπήθηκαν. Έτσι η Δέσποινα ξανάρχισε να ζει και η Κατίνα γνώρισε τη ζωή, έμαθε να γελά, να μιλά, να υπάρχει για την ίδια, να κοιτάζεται στον καθρέφτη για πρώτη φορά, να διασκεδάζει με τη συζήτηση, να προσμένει τη βόλτα κι έτσι η Κατίνα έγινε Καίτη στην αρχή και μετά Καιτούλα.

Όσο τα χρόνια περνούσαν κι η αναπόφευκτη φθορά του σώματος προέλαυνε και οι δυνάμεις εγκατέλειπαν το σώμα, οι έξοδοι αραίωναν. Κομμωτήριο πια, μια φορά στις δεκαπέντε, για καφέ κάθε Κυριακή πρωί στο Mojo, για φαγητό κάποιες Πέμπτες απόγευμα στου Βλάση και μια στο τόσο, ταξί και καφέ ή πάστα στην πλατεία, στον Βάρσο.

Τα τελευταία δυο χρόνια άρχισαν τα πραγματικά προβλήματα, με την άνοια να χτυπά την πόρτα, τον ίλιγγο να διαλύει την ικανότητα βάδισης και την μετακίνηση να μετατρέπεται σιγά σιγά σε μαρτύριο. Πλέον, η κομμώτρια ερχόταν σπίτι και οι βόλτες περιορίστηκαν στις απόλυτα απαραίτητες, η Έφη αραίωσε τις επισκέψεις, δεν άντεχε την αδυναμία της μάνας της να την αναγνωρίσει ούτε τους χωρίς νόημα ακατάληπτους μονολόγους της κι η Καιτούλα ξανάγινε Κατίνα.

4.

- Χόρτασες αγάπη μου;

Καθάρισε το τραπέζι, τακτοποίησε τα πράγματα στο ψυγείο, μπανιάρισε και έντυσε τη Δέσποινα με το καλύτερο φουστάνι της, έπειτα έκανε κι η ίδια μπάνιο και ντύθηκε για έξοδο.

Είχε τηλεφωνήσει από την προηγούμενη στο κομμωτήριο, είχε κλείσει ραντεβού, στις 10 και στις 10 παρά πέντε το ταξί τις περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας να τις πάει για βάψιμο, χτένισμα και νύχια. Στις 11 είχαν τελειώσει και για να διανύσουν την απόσταση από το κομμωτήριο ως την Παπαδιαμαντοπούλου, λιγότερο από δεκαπέντε μέτρα, χρειάστηκαν πέντε λεπτά σε μια λιτανεία – παρέλαση σουρεαλισμού, έναν ύμνο στη γυναικεία, την ανθρώπινη ματαιοδοξία. Δυο γυναίκες που δεν μπορούν να σταθούν όρθιες αλλά πηγαίνουν στο κομμωτήριο. Ακούμπησε όλο στοργή τη Δέσποινα στο κάγκελο, στην άκρη στο πεζοδρόμιο, της ψιθύρισε γλυκά «κρατήσου καλή μου», γύρισε δυο φορές να βεβαιωθεί ότι στέκεται στη θέση της και δεν έγειρε να πέσει επί τόπου όσο η ίδια καλούσε στο κινητό το ταξί να τις παραλάβει. Την έβαλε προσεκτικά, σαν κούκλα από πορσελάνη, στο πίσω κάθισμα, έκανε τον κύκλο και μπήκε από την άλλη πόρτα. «Στου Βάρσου», είπε.

Στις τρεις είχαν επιστρέψει σπίτι, την έβαλε ξανά στο μπάνιο, της άλλαξε ντύσιμο, προσεκτικά να μη χαλάσει το χτένισμα κι έπειτα ξανά ταξί, ξανά τη βάσανο του βαδίσματος και για φαγητό στην ταβέρνα του Βλάση.

Ήταν περασμένες έξι όταν επέστρεψαν στο σπίτι. Ξανά μπάνιο, έπειτα το λευκό νυχτικό και στο κρεβάτι, με πολλά μαξιλάρια να της στηρίζουν το κεφάλι και να κρατούν το σώμα σε γωνία ώστε να βλέπει την τηλεόραση. Έκανε κι η ίδια μπάνιο, ντύθηκε το νυχτικό της, τακτοποίησε δυο φακέλους με χαρτιά στο τραπεζάκι στο χωλ, δίπλα στην είσοδο, πήρε δυο ποτήρια νερό και δυο σειρές χάπια κι έκατσε δίπλα της στο κρεβάτι και της τα έδωσε όλα με υπομονή και στοργή.

- Έλα καλή μου, έλα αγάπη μου, έλα ομορφιά μου, ακόμα ένα.

Έπειτα, κατάπιε άλλα τόσα κι η ίδια και ξάπλωσε δίπλα της, την αγκάλιασε κι ξέσπασε σε λυγμούς, χωρίς ήχο, μόνο με το κορμί να τραντάζεται ρυθμικά για ώρα πολύ.

Τις βρήκαν μέρες μετά. Η μυρωδιά ανάγκασε τους γείτονες να ειδοποιήσουν την αστυνομία και την Έφη. Φαρμακευτική δηλητηρίαση ήταν η γνωμάτευση του ιατροδικαστή και το περιεχόμενο του ενός από τους δύο φακέλους δεν άφηνε κανένα περιθώριο για παρερμηνείες ούτε για περαιτέρω αστυνομική έρευνα και η υπόθεση έκλεισε πριν καν ανοίξει.

5.

Το ορεινό φτωχοχώρι του νομού Αρκαδίας, σχεδόν στο σύνορο με τους νομούς Μεσσηνίας και Ηλείας, απέκτησε καινούργια μαρμάρινη βρύση, χτισμένη με χρήματα από δωρεά της Αικατερίνης και του Γεωργίου Σταματόπουλου, ενδόξων τέκνων του χωριού που κανείς πρακτικά δεν γνώριζε ούτε τους ίδιους ούτε την ιστορία τους, αλλά ποιος νοιάζεται;. Κατ’ απαίτηση μάλιστα των δωρητών, η βρύση ονομάστηκε «της Δέσποινας».