Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Οι πνιγμένοι

Σηκώθηκε να σφαλίσει το παντζούρι που ξεμανταλώθηκε και χτυπούσε πάνω στο ντουβάρι. Καθώς άνοιξε, ο αέρας που κατέβαινε από τη μεριά του δάσους, όρμησε μανιασμένος στο μικρό δωμάτιο. Έκλεισε γρήγορα το παραθυρόφυλλο και τυλίχτηκε στο μάλλινο μεσοφόρι της. Σκάλισε τα κάρβουνα στο τζάκι, έριξε ένα κούτσουρο, σκέπασε τα παιδιά κι έβαλε να φτιάξει έναν κριθαρένιο καφέ.
Της είχε τάξει πως θα της φέρει καφέ κανονικό από την Καρδίτσα όταν θα ερχόταν για τα Χριστούγεννα. Χαμογέλασε στη σκέψη. Βάλθηκε να φουκαλίζει, να συγυρίζει, να σιάζει το σπίτι.
Το πρώτο φως της ημέρας πέρασε μέσα από το ανατολικό παράθυρο την ώρα που έβαζε την κατσαρόλα στην πυροστιά για τον πρωινό τραχανά. Στάθηκε πίσω από το τζάμι κι αγνάντεψε. Δεν μπορούσε ακόμα να συνηθίσει τον μεγάλο ασημένιο υδάτινο όγκο που σκέπαζε τον ορίζοντα απ’ άκρη σε άκρη. Δεν πάει χρόνος που στην ίδια θέση απλωνόταν τα καφεπράσινα χωράφια τους και κάπου στη μέση σερνόταν φιδογυριστός ο Μέγδοβας, με την πορεία του να σημαδεύεται από ιτιές, λεύκες, πλατάνια.
Στην απέναντι μεριά της νεογέννητης λίμνης, κοντά στο Τσαρδάκι, δούλευε ο άντρας της. Τρεις ώρες δρόμο με το άλογο πριν τη λίμνη. Αν ήταν αλλιώς, κάθε βράδυ στο σπίτι θα τον είχε αλλά τώρα πια δεν υπήρχε δρόμος. Μόνο μια βάρκα που εξυπηρετούσε τα έκτακτα. Μια βάρκα στ' Άγραφα, ποιος να το ’λεγε;
Άκουσε το νερό να κοχλάζει και γύρισε να ρίξει τον τραχανά.
Η καμπάνα στον Αϊ Νικόλα χτύπησε πένθιμα κι αναρωτήθηκε στιγμιαία ποιον γέροντα περίμεναν με τη μέρα να φύγει. Θα ρωτούσε την γειτόνισσα, στον δρόμο για τη βρύση.
Ξύπνησε τα παιδιά, κανάκεψε το μικρότερο, το χαϊδεμένο, γέμισε δυο πιάτα τραχανά. Ύστερα ντύθηκε καλά, ποδέθηκε, ζαλώθηκε το γκιούμι και κίνησε για τη βρύση.
Ο βραδινός αέρας είχε κοπάσει και τουλούπες ομίχλη ανέβαιναν από τη λίμνη προς το χωριό ακολουθώντας ανάποδα τις σούδες και τα ρέματα. Στα μαγαζιά διέκρινε κινητικότητα και κόσμο να τρέχει αναστατωμένος. Η καμπάνα εξακολουθούσε να χτυπά πένθιμα. Ένοιωσε μια έντονη ανατριχίλα να τη διαπερνά από τον σβέρκο ως τα νεφρά κι έναν κόμπο στο λαιμό. Κοντοστάθηκε σαν κάτι να περίμενε. Χωρίς προφανή λόγο, έριξε το γκιούμι δίπλα στη βρύση κι άρχισε στην αρχή να περπατά γοργά κι ύστερα να τρέχει προς την πλατεία.
Λέξεις αιχμηρές σα λεπίδια έφταναν στ' αυτιά της από τις ρούγες και τα σφαλιστά παράθυρα καθώς προσπερνούσε: βάρκα, λίμνη, πνιγμένοι. Δεν ήθελε ν' ακούσει, δεν άκουγε, μόνο έτρεχε προς τον κόσμο. Έτρεχε κι όσο πλησίαζε η ανάσα της έβγαινε κομμάτια πνίγοντας τη φωνή που ήθελε να ξεφύγει απ’ τα στήθια της. Σαν ζώου μουγκρητό ακούστηκε αυτό που βγήκε από το στόμα της όταν έφτασε στα μαγαζιά κι άρπαξε το μπράτσο του πρώτου που είδε μπροστά της. Ήθελε να ρωτήσει “ποια βάρκα” αλλά δεν υπήρχε άλλη, ήθελε να ρωτήσει ποιοι ήταν μέσα αλλά δεν τολμούσε γιατί φοβόταν την απάντηση.
Δεν χρειάστηκε να πει τίποτα. Το βλέμμα του συγχωριανού της που αποτραβήχτηκε απότομα από το δικό της κι έπεσε στο λασπόχιονο του δρόμου, απάντησε σε όλα της τα ερωτήματα.
Είκοσι άτομα, άκουσε, όλοι οι Νεοχωρίτες εργάτες, 17 τον αριθμό, κι άλλοι τρεις κοντοχωριανοί, όλοι πνίγηκαν.
Έκανε μεταβολή και στράφηκε προς το σπίτι, ήθελε να φτάσει στα παιδιά της. Έδιωχνε με βία και θυμό χέρια και πρόσωπα που έσπευδαν να την παρηγορήσουν, να την αγγίξουν, να της μιλήσουν. Δεν ήθελε κανέναν, δεν άντεχε κανέναν. Έκοψε δρόμο μέσα από τη σούδα.
Έτρεμε σύγκορμη απ’ το πνιχτό, βουβό της κλάμα καθώς βάδιζε με δυσκολία στο απάτητο χιόνι. Τα πόδια της ήταν ήδη παγωμένα μέσα από τα καουτσουκένια της παπούτσια και τα χοντρά τσουράπια αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που την απασχολούσε. Το σώμα της δεν ένοιωθε τίποτα καθώς το μέγεθος της πληγής της απώλειας εκμηδένιζε κάθε άλλο ερέθισμα. Σαν απομακρύνθηκε αρκετά από τα σπίτια, άφησε το κορμί της να πέσει στα γόνατα κάτω από μια μισοκαμμένη από κεραυνό καστανιά, έβγαλε το μαντήλι, έλυσε τελετουργικά τις μακριές της πλεξούδες, τύλιξε τα δάχτυλα μέσα στα μαλλιά κι έσυρε κραυγή μεγάλη προς τα εκεί που λογάριαζε ότι είναι κι ακούει ο θεός της.
Το χωριό σείστηκε από την κραυγή. Δεν ήταν μία. Δεκαεπτά ήταν αλλά υψώθηκαν ταυτόχρονα στον πρωινό αέρα, έσκισαν την παχιά ομίχλη που σκέπαζε τις ράχες κι αντιλάλησαν σε όλα τα Άγραφα. Σαν κάποια εξώκοσμη συνείδηση να ρύθμισε τις λύπες σε μια ενώ την ίδια στιγμή μια παράξενη βροχή, πηχτή, αποπνιχτική, εμμένουσα, μονότονη, αιμορραγούσα θάνατο και πόνο άρχισε να πλανιέται στον αέρα παρά να πέφτει.
Κανένα μάτι στο χωριό δεν έμεινε στεγνό, καμιά καρδιά αράγιστη, κανένα χέρι σταθερό. Για μέρες πολλές, φωνή δεν υψωνόταν μην και ταράξει το πέπλο της θλίψης, μην κι απαλύνει τον αγιάτρευτο πόνο. Μήδ’ άνθρωπος μήτε ζώο μη φυσικό φαινόμενο διανοήθηκε να χαλάσει το πένθος. Σαν σκιές περνούσαν στο δρόμο οι χωριανοί, με τα μάτια μιλούσαν και με ψιθύρους επικοινωνούσαν. Μον’ οι χαροκαμένες – μάνες, γυναίκες, αδερφές – ένωναν τα χέρια κάθε που ανταμώνονταν σ’ έναν χορό αρχαίο όλο οργή και πόνο.


Με τον καιρό, η οργή μαλάκωσε αλλά έμεινε το σκοτάδι στο βλέμμα κάθε φορά που το μάτι αντίκριζε τον τεράστιο υδάτινο όγκο που κάλυπτε τον ορίζοντα προς τη μεριά της ανατολής και κάθε φορά εκστομίζονταν οι ίδιες κατάρες για τη λίμνη που «πήρε τα παιδιά». Με τον καιρό ο πόνος μαλάκωσε αλλά ποτέ ξανά δεν στήθηκε ο φημισμένος μεγάλος κυκλικός χορός στο Νεοχώρι.  

Παντελής Μήτσιου, 4-5 Δεκέμβρη 2013, Αθήνα